Χάλκινες Μπάντες στη Μακεδονία

Πριν την εμφάνιση των χάλκινων πνευστών, στη Μακεδονία χρησιμοποιούνταν άλλα πνευστά μουσικά όργανα όπως οι γκάιντες, οι φλογερές, και οι ζουρνάδες. Τα χάλκινα πνευστά εμφανίστηκαν το β΄ μισό του 19ου αιώνα και αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό τα παραπάνω όργανα. Τα παραδοσιακά σχήματα στη Μακεδονία που χρησιμοποιούν χάλκινα όργανα είναι ολιγομελή με πρώτο αρχηγικό όργανο το κλαρίνο και άλλα όργανα την τρομπέτα, το τρομπόνι και τα κρουστά. Η κομπανία μπορεί να μεγαλώσει και τότε προστίθενται και άλλες τρομπέτες, τρομπόνια, μπάσα χάλκινα και άλλα ευφώνια. Με την εμφάνισή τους οι μπάντες αφομοίωσαν το ήδη υπάρχον παραδοσιακό μουσικό ρεπερτόριο και του έδωσαν εντοπιότητα.

CLHCV KLG PH 128 WEBΓια κάποιο διάστημα παλιά και νέα όργανα συνυπάρχουν στις κομπανίες, όπου συνηχούν τα βιολιά με τα τρομπόνια και τα λαγούτα με τις τρομπέτες. Στη συνέχεια κυριάρχησαν τα χάλκινα λόγω του δυνατού ήχου, όπου η κορνέτα και το τρομπόνι συνόδευαν το πρωτοεμφανιζόμενο κλαρίνο. Αυτά συνέβησαν σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ σε άλλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης και της Ημαθίας, παρέμειναν τα ίδια όργανα, τα οποία εκφράζουν εδώ και τέσσερις αιώνες τον πληθυσμό της περιοχής. Έτσι, στον Γιδά (Αλεξάνδρεια) και στη Νάουσα το κύριο μουσικό σχήμα ήταν και συνέχισε να είναι οι δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι. CLHCV KLG PH 129 WEBΠρόκειται για το γνωστό τακίμι το οποίο εμφανίζεται σε περιορισμένη έκταση και στην πόλη της Βέροιας, όπου σύμφωνα με πληροφορίες Μουσουλμάνοι μουσικοί από τη Βέροια συνέδραμαν σε διάφορες εκδηλώσεις ακόμα και σε γειτονικές πόλεις. Τέλος, στα Πιερία επιβίωσε και επιβώνει η γκάιντα. 

Σχετικά με την προέλευση των Χάλκινων ορχηστρών υπάρχουν διάφορες απόψεις. Άλλοι μεν υποστηρίζουν ότι οι χάλκινες μπάντες προέρχονται από τις τουρκικές μπάντες και εμφανίζονται στην Ελλάδα γύρω στο 1870. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι υπήρχαν πολύ νωρίτερα, ήδη από το 1820 και η διάδοσή τους έγινε δια μέσου των πλουσίων Ελλήνων μεταναστών στη Βιέννη. Αυτοί καλούσαν μουσικούς από την Ελλάδα για τα γλέντια τους και εκεί έγινε η γνωριμία των Ελλήνων μουσικών με τα χάλκινα πνευστά τα BALKAN 2οποία και εισήγαγαν στη χώρα μας. BALKAN 3Μιά άλλη άποψη θέλει τους Δυτικομακεδόνες να μαθαίνουν τα όργανα αυτά από το Σερβικό ή άλλα βαλκανικά κράτη λόγω των μεταξύ τους επαφών. Η άποψη αυτή ισχυροποιείται και από το γεγονός ότι δυτικομακεδόνες άρχοντες καλούσαν μπάντες από βαλκανικές πόλεις συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση αυτού του είδους της μουσικής.

Έτσι, με τέτοιες κομπανίες κατακλύστηκαν οι πόλεις και τα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας και η μουσική αυτή έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού τους, ενώ στην Κεντρική Μακεδονία τα χάλκινα εμφανίστηκαν περίπου τη δεκαετία του '40 στις περιοχές της Έδεσσας, της Γουμένισσας και της Αριδαίας.

* Περισσότερα για τις μπάντες χάλκινων οργάνων βλ. εδώ

 

Διαβάστε περισσότερα...

Βεροιώτικες ιστορίες της Αποκριάς και της Σαρακοστής - Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για παιδιά

Οι Αποκριές έφτασαν και μαζί τους έθιμα γλεντιού και μασκαρέματος. Αν ψάξει κανείς στο Λεξικό ως αποκριά εννοούμε την περίοδο πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή του Πάσχα. Η λέξη δηλώνει επίσης την σταδιακή αποχή από το κρέας. Η περίοδος αυτή διαρκεί τρεις βδομάδες με κορυφαία ημέρα την Κυριακή της Αποκριάς, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται η κατανάλωση κρέατος, ενώ τότε κορυφώνονται οι εορταστικές εκδηλώσεις. Την επόμενη ημέρα, Καθαρή Δευτέρα, ξεκινά η περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής.

Για να βρει κάποιος την προέλευση των εθίμων της Αποκριάς, θα πρέπει να γίνει ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Τότε που οι αρχαίοι Έλληνες οργάνωναν γιορτές προς τιμήν του Θεού Διόνυσου. Μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν και το κέφι τους έφτανε στο απόγειό του. Έκτοτε και άλλα ήθη και έθιμα προστέθηκαν, ενώ άλλα οριστικά εγκαταλείφθηκαν.

Όπως σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας, έτσι και στη Βέροια οι κάτοικοι περίμεναν με ενθουσιασμό τις ημέρες της αποκριάς. Ήταν μια ευκαιρία για να διασκεδάσουν και να ζήσουν ανέμελα ακόμη κι όταν ήταν υπόδουλοι στους Οθωμανούς Τούρκους. Εκείνα τα χρόνια, οι καρναβαλιστές μεταμφιέζονταν συνήθως φορώντας στολή αρματολού και κλέφτη, ενώ άλλοι έβαζαν τη στολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των στρατιωτών του με περικεφαλαίες και δόρατα. Παράλληλα, τραγουδούσαν και χόρευαν δημοτικά τραγούδια στις γειτονιές, τους λεγόμενους μαχαλάδες της Βέροιας.

gaitanaki

Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις άρχιζαν επίσημα την Τσικνοπέμπτη. Η λέξη προέρχεται από την τσίκνα (μυρωδιά ψημένου κρέατος) και την Πέμπτη. Είναι η μέρα, που όλοι τρώνε κρέας, καθώς για τους Ορθοδόξους οι νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Έτσι, η Τσικνοπέμπτη αποτελούσε την κατάλληλη μέρα για κραιπάλη.

Ξεχωριστή θέση στο βεροιώτικο καρναβάλι του παρελθόντος κατείχε το Γαϊτανάκι, πρόκειται για ένα χορό, όπου οι χορευτές ντυμένοι με παραδοσιακές στολές, χόρευαν σε κύκλο κρατώντας πολύχρωμες κορδέλες, που στερεώνονταν στην κορυφή ενός μικρού κονταριού. Καθώς χόρευαν γύρω από το στύλο και εναλλάσσονταν, έπλεκαν τις κορδέλες δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς, Όταν πια οι κορδέλες τυλίγονταν γύρω από το στύλο, οι χορευτές χόρευαν όλο και πιο κοντά σε αυτόν και τότε ο χορός τελείωνε.

Σημαντικό έθιμο κατά την περίοδο των οθωμανικών χρόνων ήταν των Καπεταναραίων, Βοσκοπούλων και Μαγκών», το οποίο αναβιώνεται σήμερα από το Σύλλογο Βλάχων Βέροιας. Κατά την οθωμανική περίοδο και ιδιαίτερα το 19° αιώνα, μπουλούκια από ντόπιους και Βλάχους της Βέροιας προετοιμάζονταν για το έθιμο αυτό ήδη από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Συγκεντρώνονταν η ομάδα (μπουλούκι) πολύ καιρό πριν και ετοίμαζαν τις φορεσιές τους με μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Μάζευαν πολλά ασήμια, συρίτια, στολίδια, κιουτσέκια (διπλές, τριπλές ασημένιες αλυσίδες) και τα τοποθετούσαν στο στήθος τους. Την CLHCV ΤΖΚ PH 001Κυριακή της Αποκριάς τα μπουλούκια συναντιόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου μετά το σχόλασμα της εκκλησίας και άρχιζαν να χορεύουν σε κάθε μαχαλά, ο καθένας το δικό του χορό με τη σειρά. Ξεκινούσαν από την παλιά Κεντρική και σε κάθε σπίτι που πήγαιναν (συγγενικό ή φιλικό τους), έβαζαν και το νοικοκύρη να χορέψει, ενώ τους προσέφεραν τα σχετικά κεράσματα τα κορίτσια του σπιτιού. Το μπουλούκι αποτελούνταν από τους Φουστανελοφόρους, τις Βοσκοπούλες και τους Μάγκες. Όλοι τους ήταν άντρες. Καμία γυναίκα δε συμμετείχε στο μπουλούκι ως Βοσκοπούλα. Στους μαχαλάδες, μάλιστα, τελούσαν το εξής έθιμο: ένας Μάγκας προκαλούσε τον Καπετάνιο και στη συνέχεια πάλευαν. Στο τέλος, ο Μάγκας «μαχαίρωνε» τον αντίπαλό του και τον έριχνε κάτω, ενώ οι οργανοπαίχτες έπαιζαν έναν πένθιμο σκοπό. Κάποια στιγμή ο Καπετάνιος ζωντάνευε (νεκρανάσταση) και συνεχίζονταν ο χορός μέχρι το ξημέρωμα. Την επόμενη ημέρα της Καθαρής Δευτέρας, επαναλάμβαναν το δρώμενο και κατέληγαν στην Ελιά, όπου και γεύονταν το παραδοσιακό φαγητό της πόλης μας, το φασουλονταβά.

Την Κυριακή της Αποκριάς συνήθιζαν επίσης να συγκεντρώνονται όλοι το βράδυ στο σπίτι του αρχηγού της φαμίλιας, του παππού, για να φάνε, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Σε μία από τις Βεροιώτικες Ιστορίες της Βούλας Χατζίκου διαβάζουμε μια ανάλογη αποκριάτικη γιορτή. Μετά τη μάζωξη όλης της οικογένειας, ξεκινούσε το παιχνίδι της αποκάλυψης των μεταμφιεσμένων προσώπων. Για τη μεταμφίεση χρησιμοποιούνταν μάσκες, που απεικόνιζαν ζώα. Μετά την αποκάλυψη των προσώπων, ακολουθούσε το κέρασμα και το γιορτινό τραπέζι. Ανάμεσα στις λιχουδιές που γεύονταν ήταν αρνί ψητό, λουκάνικα, σαρμάδες, ενώ το επιδόρπιο στο τέλος ήταν κανταΐφι. Ο παππούς αποφάσιζε πότε θα λήξει το γλέντι και τότε ένας - ένας τού φιλούσαν το χέρι, τού εύχονταν «χρόνια πολλά» και έφευγαν.
xaska

Ένα άλλο έθιμο της αποκριάς, που ξετρέλαινε τους μικρούς ήταν η χάσκα. Σύμφωνα με την παράδοση, το μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας έπαιρνε ένα αδράχτι ή πλάστη και έδενε σ' αυτό με κλωστή ένα αυγό βραστό και ξεφλουδισμένο ή ένα κομμάτι χαλβά. Καθόταν στο κέντρο και κουνούσε το αδράχτι ή πλάστη περνώντας το μπροστά από τα παιδιά της οικογένειας, που προσπαθούσαν να πιάσουν το αυγό μόνο με το στόμα τους. Όποιος το άρπαζε, θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς γινόταν και η τελετή της συγχώρεσης. Οι μικρότεροι προσκυνούσαν τρεις φορές γονατιστοί μπροστά στους γονιούς και συγγενείς τους, τούς φιλούσαν με σεβασμό το χέρι, ενώ οι μεγαλύτεροι τούς προσέφεραν ένα νόμισμα λέγοντάς τους «άιντε σχουρ' μένα». Μ' αυτόν τον τρόπο, όλοι οι προηγούμενοι καβγάδες σβήνονταν και όλοι μόνιαζαν.

Την επομένη Καθαρά Δευτέρα, οι Βεροιώτες πήγαιναν συνήθως στην Ελιά, στις Σαραντόβρυσες, στο Λιανοβρόχι, στηνΠαναγία Δοβρά. Εκεί έτρωγαν τον παραδοσιακό φασουλονταβά, ταραμά, ελιές και φυσικά λαγάνες. Οι Βεροιώτισσες, όμως, παρέμεναν στο σπίτι και ασχολούνταν με την καθαριότητα. Το κυριότερο πιάτο στο σπίτι ήταν το μπουρανί, που το έφτιαχναν κυρίως από τσουκνίδια ή άλλα χόρτα. Τα επόμενα χρόνια φαίνεται πως στη γιορτή της Καθαρής Δευτέρας συμμετείχαν και οι γυναίκες και τα παιδιά, τα οποία ύψωναν χαρταετό στις εξοχικές τοποθεσίες της πόλης.

Καθ' όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής μέχρι το Πάσχα, τα παιδιά έπαιζαν γιάντες. Επρόκειτο για ένα ομαδικό παιχνίδι, σκοπός του οποίου ήταν να ξεγελάσει ο ένας τον άλλον. Όσες περισσότερες γιάντες έκανε, τόσα περισσότερα κόκκινα αυγά θα κέρδιζε το Πάσχα. Συγκεκριμένα, ο ένας από τους παίκτες προσέφερε στον άλλο ένα οποιοδήποτε αντικείμενο κι αν εκείνος δεν έλεγε «στο νου μου» ή δεν έβαζε το δάχτυλό του στο κεφάλι, τότε ο άλλος αναφωνούσε «γιάντες» και κέρδιζε.
sarakostiΕπιπλέον, οι μητέρες συνήθιζαν να συμβουλεύουν τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους συζύγους τους να μαζεύονται νωρίς το βράδυ σπίτι τους, γιατί κατά το σαρανταήμερο βγαίνουν τα στοιχειά (φαντάσματα) και θα τους πάρουν τη λαλιά. Στην ουσία, σεβόμενες την περίοδο της νηστείας, θεωρούσαν ότι έπρεπε να σταματήσουν τα ξενύχτια και να υπάρχουν περισσότερες ώρες ανάπαυσης.

Τέλος, ένα από τα παλαιότερα έθιμα ήταν αυτό της Κυράς Σαρακοστής. Οι γιαγιάδες μας είτε την έπλαθαν με αλεύρι και νερό είτε τη ζωγράφιζαν στο χαρτί. Προσπαθούσαν να αποδώσουν μια γυναίκα με σταυρωμένα χέρια λόγω προσευχής και με 7 πόδια, που αναπαριστούσαν τις επτά εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Επίσης, δεν είχε στόμα γιατί νήστευε και φορούσε πάντα ένα σταυρό. Στο τέλος κάθε εβδομάδας, της έκοβαν κι ένα πόδι, ενώ το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σάββατο.

 

* Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε συνοδευτικό υλικό σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Εταιρείας Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας (Ε.Μ.Ι.Π.Η.) που πραγματοποιήθηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη "Θεανώ Ζωγιοπούλου". 

** Επιμέλεια εκπαιδευτικού προγράμματος: Αναστασία Γ. Ταναμπάση

*** Στα συνημμένα μπορείτε να δείτε και τις δραστηριότητες του προγράμματος, που είναι δύο χειροτεχνίες της κυρά - Σαρακοστής και του Γενίτσαρου και της Μπούλας

Διαβάστε περισσότερα...

Οι Μπούλες της Νάουσας - Ένα πανάρχαιο έθιμο από τη Μακεδονία

 

Οι Μπούλες της Νάουσας

Ένα πανάρχαιο έθιμο από τη Μακεδονία

 

Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και πιθανότατα έχει σχέση με τελετές φυλετικής μύησης, όπως η τελετή ενηλικίωσης, κατά την οποία ο νέος, ντυμένος με γυναικεία ρούχα και οδηγούμενος από ανύπανδρους άντρες της φυλής, θα μυηθεί με τη σειρά του στα μυστικά της, θα αποβάλει τη γυναικεία ενδυμασία και θα μεταμορφωθεί σε άνδρα.

Το έθιμο στην πορεία του μέσα από τους αιώνες μεταπλάθει και παράλληλα ενσωματώνει στα επιμέρους στοιχεία του την τοπική παράδοση, τους μύθους, τους θρύλους, τα τραγούδια και τους ηρωικούς αγώνες της Νάουσας. Τα κυριότερα στοιχεία του εθίμου που μας μεταφέρονται από μια πολύ αυστηρή προφορική παράδοση είναι:

• Η συγκρότηση του μπουλουκιού, που προϋποθέτει την αυστηρή αποδοχή και τήρηση ορισμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου για συμμετοχή σε αυτό.

• Το φύλο των τελεστών είναι μόνο νέοι άνδρες (ανδροκρατούμενο).

 • Τη γυναικεία μορφή (νύφη - μπούλα) την υποδύεται πάντα άνδρας.

• Η ένδυση, η μεταμφίεση και η συμπεριφορά των τελεστών διέπονται από πατροπαράδοτους κανόνες.

• Τα μουσικά όργανα, οι χοροί, το δρομολόγιο είναι προκαθορισμένα από το τελετουργικό, που ακολουθείται αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων.

Η ονομασία του εθίμου

Η κυρίαρχη ονομασία που χαρακτηρίζει το μπουλούκι των νέων ανδρών που συμμετέχουν στο έθιμο είναι Μπούλες, ενώ αυτή που χαρακτηρίζει το άτομο που συμμετέχει στο μπουλούκι κατ’ άλλους είναι Μπούλα και κατ’ άλλους Γενίτσαρος.

 Η τέλεση του εθίμου

Η συγκρότηση του μπουλουκιού που θα βγει στο έθιμο αρχίζει βέβαια πολύ πριν από την Αποκριά. Τα ατομα που θα αποτελέσουν το μπουλούκι ορίζουν τον αρχηγό τους, εξασφαλίζουν τα όργανα, ψάχνουν για τις φορεσιές και τα ασημικά. Το Σάββατο βράδυ, παραμονή της Αποκριάς, άρχιζε το ντύσιμο των τελεστών του εθίμου, που διαρκούσε όλη τη νύχτα και ήταν πολύ κουραστικό. Τα ασήμια ράβονταν πάνω στη φορεσιά ένα-ένα από μοδίστρες ή τις γυναίκες του σπιτιού και όταν τελείωνε το ντύσιμο ερχόταν ειδικός τεχνίτης που έδενε στο κεφάλι του νέου το ταράμπουλο με την προσωπίδα. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται από παλιά στο έθιμο είναι μόνο οι ζουρνάδες.

Κυριακή της Αποκριάς, το μάζεμα του μπουλουκιού

Τα όργανα, παίζοντας μια μελωδία ελεύθερου ρυθμικού, τύπου το Ζαλιστό, θα περάσουν από όλα τα σπίτια των νέων που συμμετέχουν και έναν-έναν θα τους μαζέψουν. Πρώτα μαζεύουν τους νέους, μετά τους παλιούς και τελευταίο όλων τον αρχηγό.

 Αφού τελειώσει το μάζεμα του μπουλουκιού, όλοι μαζί ξεκινούν για το δημαρχείο, το κονάκι του μουδίρη στα χρόνια της τουρκοκρατίας, και υπολογίζουν να φθάσουν εκεί κοντά στο μεσημέρι. Περίπου στις δώδεκα συγκεντρώνονται στο δημαρχείο. Εδώ είναι μαζεμένη όλη η Νάουσα. Όλοι περιμένουν να δουν τις Μπούλες.

 Η χορευτική δράση του μπουλουκιού άρχιζε μετά την επίσκεψη στο κονάκι του άρχοντα της πόλης, από τον οποίο έπρεπε να δοθεί στον αρχηγό του μπουλουκιού η άδεια για την τέλεση του εθίμου.

Σήμερα όλα τα μπουλούκια θα επισκεφθούν το δημαρχείο και, αφού πάρουν την άδεια από τον δήμαρχο, θα αρχίσουν τη χορευτική τους πορεία μέσα στους δρόμους της Νάουσας. Η μετακίνηση του μπουλουκιού γίνεται με πατινάδες, ενώ στις στάσεις που κάνει το μπουλούκι χορεύουν τους κυκλικούς χορούς του ρεπερτορίου τους.

 Το χορευτικό ρεπερτόριο

Για τους πρωταγωνιστές του εθίμου το χορευτικό ρεπερτόριο είναι ο Συγκαθιστός, η Παπαδιά, η Παλιά Παπαδιά, ο Νταβέλης, ο Σωτήρης, ο Νιζάμικος, ο Μελικές, ο Μουσταμπέικος, το Σαρανταπέντε, η Σούδα, η Μακρινίτσα και φυσικά η Πατινάδα. Οι περισσότεροι είναι ανδρικοί χοροί. Η νύφη - Μπούλα στους ανδρικούς χορούς συμμετέχει ελάχιστα, κινείται συμβολικά μαζί με τις άλλες Μπούλες, αλλά το δικό της χορευτικό ρεπερτόριο αποτελούν οι χοροί Μακρινίτσα και Σούδα. Η διαδρομή και οι στάσεις πουκάνουν οι Μπούλες για χορό φαίνονται παρακάτω: Δημαρχείο - Τριόδι του Λάμνια - Καμένα - Πουλάανα - Μπατάνια - Καμένα - Κιόσκι - Αϊ-Γιώργης - Αλώνια - Γαλάκεια - Καμένα. Το μπουλούκι τελειώνει το δρομολόγιό του στα Καμένα. Αργά τη νύχτα το μπουλούκι διαλύεται `αι οι χορευτές επιστρέφουν στα σπίτια τους.

Δευτέρα της Αποκριάς

Τη Δευτέρα το πρωί, χωρίς να φορούν τον πρόσωπο, μαζεύονται όλοι στο σπίτι του αρχηγού. Εδώ θα έρθουν και οι οργανοπαίκτες και τα μικρά παιδιά του μπουλουκιού. Τη μέρα αυτή το πρόγραμμα δεν είναι τελετουργικό. Εδώ θα γίνει ένα μικρό οικογενειακό γλέντι με τους συγγενείς και τους φίλους του αρχηγού. Μετά θα πάνε με πατινάδα στο δημαρχείο, θα χορέψουν λίγο και στη συνέχεια θα επισκεφτούν τα σπίτια των μελών του μπουλουκιού, που τους έχουν καλεσμένους για γλέντι με χορό, μεζέδες και κρασί. Το βράδυ όλα τα μέλη του μπουλουκιού, αφού πάλι πάρουν χέρι μεταξύ τους, θα γυρίσουν στα σπίτια τους.

Δεύτερη Κυριακή, της Τυρινής

Την επόμενη Κυριακή, της Τυρινής, επαναλαμβάνεται το έθιμο ακριβώς όπως την Κυριακή της Απόκρεω.

Καθαρά Δευτέρα

Την Καθαρά Δευτέρα το πρωί οι Μπούλες με τη μουσική του ζουρνά μαζεύονται πάλι στο σπίτι του αρχηγού. Το δρομολόγιο όμως αυτή τη φορά είναι το καθιερωμένο.Τοβράδυ, τοτελευταίογλέντι θα γίνει πάλι στα Καμένα.

Κυριακή της Ορθοδοξίας

Την Κυριακή της Ορθοδοξίας οι Μπούλες χωρίς προσωπίδες θα πάνε στο Σπήλιο, στη νότια πλευρά της πόλης, όπου βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Θεόδωρου. Εκεί θα γίνει μεγάλο γλέντι με τη συμμετοχή πολλών Ναουσαίων και πλήθους επισκεπτών. Ο κόσμος έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει πολλούς μεζέδες, το φημισμένο κρασί της Νάουσας και να θαυμάσει για άλλη μια φορά τις Μπούλες και τους όμορφους ναουσαίικους χορούς.

 

Δημοσίευμα του Χρήστου Ζάλιου στο αφιέρωμα της Μακεδονίας της Κυριακής, 26-2-2012.

Διαβάστε περισσότερα...

Η βεροιώτικη παράδοση

Πανάρχαιη πόλη της Ημαθίας η Βέροια, με την αρχή της να χάνεται στην αρχή του μύθου, έχει μία αδιάλειπτη πορεία στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου αυτού, καθώς η παρουσία της σημειώνεται αδιάκοπη μέσα στις ιστορικές περιόδους της φυλής μας, αρχαία, βυζαντινή, τουρκοκρατίας και νεώτερη.

Η δεύτερη σε σπουδαιότητα μεγάλη πόλη μετά τις Αιγές ή την Πέλλα κατά την αρχαιότητα και η δεύτερη επίσης μετά τη Θεσσαλονίκη για τα ρωμαϊκά, βυζαντινά και νεώτερα χρόνια εμφανίζει έναν αστικό τρόπο ζωής εμφανή σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των κατοίκων της.

ΜΟΥΣΙΚΗ-ΧΟΡΟΙ-ΗΘΗ-ΕΘΙΜΑ
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η σφραγίδα της βυζαντινής επίδρασης πάνω στη μουσική και τους ρυθμούς των παραδοσιακών βεροιώτικων χορών. Πρόκειται για "αστικούς χορούς" τους οποίους χόρευαν οι βεροιώτισσες αρχόντισσες μέσα στο σπίτι (τους οντάδες) στις Μεγάλες γιορτές με τη χαρακτηριστική επίσημη φορεσιά τους με συνοδεία από βιολί, ούτι και νταϊρέ. Άξιο αναφοράς είναι ότι, ενώ στην ευρύτερη περιοχή επικρατούν τα πνευστά και με ιδιαίτερα οξύ και δυνατό ήχο μουσικά όργανα (ζουρνάς, γκάιντα, νταούλι), στην πόλη της Βέροιας καθιερώνονται και επικρατούν μουσικά όργανα χαμηλών τόνων και εντάσεων (βιολί, ούτι), κληρονομιά κι αυτά της βυζαντινής παράδοσης, η οποία γίνεται πιο έντονη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπου απαγορευόταν τα άλλα μουσικά όργανα για να μην προκαλούν και ενοχλούν τον πολυάριθμο τουρκικό πληθυσμό της πόλης, περιορίζοντας έτσι τις διασκεδάσεις σε κλειστούς χώρους (τους οντάδες).

tob paradosiaki 1Στο αρχοντικό της οδού Κεντρικής 183 - που πριν το 1900 ήταν παλιό χάνι - για πολλά χρόνια στα μέσα του προηγούμενου αιώνα συγκεντρώνονταν δεκάδες αγόρια και κορίτσια που μάθαιναν βεροιώτικους χορούς, τραγούδια και θέατρο. Δασκάλα τους η δεσποινίς Βούλα Χατζίκου που παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας της κατάφερε να γίνει και να παραμείνει μέχρι σήμερα η πρώτη χοροδιδασκάλισσα και η πρώτη γυναίκα στη Βέροια που έγραψε και ανέβασε το 1956 το θεατρικό έργο "βεροιώτικα προξενιά" με ντόπια ομάδα στη βεροιώτικη διάλεκτο. Το χορευτικό συγκρότημα της νεαρής τότε λαογράφου κας Βούλας Χατζίκου ήταν το πρώτο το οποίο παρουσίασε Βεροιώτικους αστικούς χορούς λαμβάνοντας σημαντικές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ιταλία). Συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ Παραγωγής ή Γιορτές Παραγωγής που διοργάνωνε κάθε καλοκαίρι με επιτυχία από το 1958 μέχρι το 1962, ο Τουριστικός Όμιλος Βεροίας. Ήταν μια εβδομάδα γιορτής με περισσότερους από 50.000 επισκέπτες, που έκανε ξακουστή τη Βέροια και τα προϊόντα της σε όλη την Ελλάδα. 

Οι χοροί της Βέροιας ήταν κυρίως ο "συρτός" και ο "συγκαθιστός" (συγκατστός) που χορεύονταν από γυναίκες. Ήταν αργοί και σταθεροί, με βήματα λιτά, που δεν αποσκοπούσαν τόσο στην ανάδειξη της χορευτικής δεινότητας, όσο στην προβολή του πλούτου και της αρχοντιάς της ενδυμασίας. Χαρακτηριστική ήταν η αργή κίνηση των χεριών, με την οποία έδειχναν τα δαχτυλίδια τους. Οι χοροί ήταν ζωντανοί κυρίως την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στα γλέντια δεν έλλειπαν και τα τραγούδια από τους άνδρες περισσότερο που διασκέδαζαν τρώγοντας και πίνοντας σε διαφορετικό χώρο του σπιτιού το "ανώι".

Οι αστικοί χοροί της Βέροιας ήταν οι παρακάτω:

xoros

Συρτός Βέροιας. Οργανικός σκοπός σε 7/σημο ρυθμό που χορεύονταν στα βήματα του συρτού καλαματιανού. Χορεύονταν επίσης και με περισσότερα βήματα(24) ιδιόμορφου συρτού.

Συγκαθιστός(Συγκατστός). Ο σημαντικότερος χορός της Βέροιας. Οργανικός σκοπός αποτελούμενος από δύο μέρη αργό σε 9/σημο ρυθμό και γρήγορο σε 2/σημο. Χορεύονταν αντικριστά σε δύο παράλληλες ευθείες με χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών σε διαφορετικούς σχηματισμούς.

Μαρμαρένια βρυσούλα. Στρωτός χορός σε 4/σημο ρυθμό που συνοδεύεται από το ομώνυμο τραγούδι. Χορεύονταν με ιδιόμορφα βήματα του χορού "στα τρία". Χαρακτηριστικό στοιχείο οι ζευγαρωτές κινήσεις που γίνονταν κατά τη διάρκεια του χορού.

Πατινάδα. Οργανικός σκοπός σε 4/σημο ρυθμό. Χορεύονταν με συγκεκριμένες κινήσεις, όπως άρσεις του ποδιού και βήματα δεξιά και αριστερά.

 

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
drosinoiΌσο κι αν σήμερα ακούγεται παράδοξο η Βέροια, η πρωτεύουσα της Ημαθίας, φημιζόταν για τα αποκριάτικα δρώμενα και τα καρναβάλια της ιδιαίτερα την εποχή της Τουρκοκρατίας. Όπως αναφέρει ο Βεροιώτης συγγραφέας Αναστάσιος Χριστοδούλου στο βιβλίο του "Η Ιστορία της Βέροιας", οι Βεροιώτες ξεφάντωναν μέχρι παρεξηγήσεως!

«Παρέες διάφορες ντυμένοι με την δοξασμένην του αρματωλού φουστανέλλαν και τα επακόλουθα εξαρτήματα, πισλιά, τσαρούχια, σιάπκα, κάλτσες, βουδέτες και άφθονα ασημικά, περιέτρεχον την πόλιν χορεύουσαι και τραγουδούσαι εθνικά άσματα. Τους αρματολούς και κλέφτες, τους οποίους ημείς αποκαλούσαμε "Καπεταναραίους", συνόδευαν όργανα εγχώρια. Οι οργανοπαίκται καίτοι τουρκόγιουφτοι, εγνώριζον εν τούτοις και τα εθνικά μας τραγούδια, τα οποία ευχαρίστως ηκούοντο, παιζόμενα. Δεν έλλειπεν βεβαίως και η σχετική σάτυρα, προξενούσα τον ακράτητον γέλωτα.»

Ποιος δεν θυμάται το "Γαϊτανάκι" με το ρυθμικό χορό και το πλέξιμο των ταινιών στα χρώματα της γαλανόλευκης, στη θέα της οποίας τα πλήθη ηλεκτρίζονταν, ή το "Χάσκα", το μεγάλο πανηγύρι των μικρών. Από ένα αδράχτι ή τον πλάστη ο παππούς έδενε με κλωστή ένα αυγό βραστό ή ένα κομμάτι χαλβά και τα παιδιά με ανοιχτά στόματα προσπαθούσαν να το "χάψουν". 

Ανάμεσα στις αυθόρμητες εκδηλώσεις χαράς και γλεντιού των Βεροιωτών ξεχώριζε το γλέντι που έστηναν για 50 περίπου χρόνια οι αδελφοί Δροσινοί το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς και Καθαράς Δευτέρας στα καφενεία και στους δρόμους της πόλης. Το αυθεντικό γλέντι των Δροσινών, αλλά και οι χαρακτηριστικές τους φιγούρες έχουν μείνει στην τοπική ιστορία, μέσα από μνήμες όσων τα έζησαν και από τις σελίδες των βιβλίων των ντόπιων συγγραφέων στις οποίες ζωντανεύουν με τρόπο γλαφυρό τα τεκταινόμενα της εποχής εκείνης. Το έθιμο αυτό το ξεκίνησε ο μικρότερος αδελφός ο Λευτέρης, όταν την Αποκριά του ’45 επισκέφθηκε το σπίτι του αδελφού του Δημήτρη συνοδεία οργάνων, και από τότε αχώριστοι, συντροφιά με οργανοπαίκτες σκορπούσαν κέφι και ζωντάνια, κερνώντας τον κόσμο και χορεύοντας λεβέντικους παραδοσιακούς χορούς. Στο αυθόρμητο αυτό πανηγύρι της χαράς, συμπαρασέρνανε μικρούς και μεγάλους ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις σε τρικούβερτο γλέντι, λησμονώντας βάσανα και καημούς της καθημερινής ζωής. Το δημοφιλές αυτό δρώμενο διατηρήθηκε μέχρι το 1993.

O "Εσπερινός της συγχώρησης". Την Κυριακή της Αποκριάς τελούνταν στον Μητροπολιτικό ναό της πόλης o Μέγας Εσπερινός μετά το τέλος του οποίου οι ιερείς παρατάσσονταν στα στασίδια κάτω από τον Μητροπολιτικό θρόνο. Οι εκκλησιαζόμενοι τότε ξεκινώντας από τον Αρχιερέα, ασπάζονταν τα χέρια όλων ζητώντας συγχώρεση και ευχόμενοι Καλό Πάσχα.
Σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, την Καθαρά Δευτέρα, οι νοικοκυρές έβραζαν όλα τα μαγειρικά σκεύη και τα καθάριζαν. Όσα φαγητά είχαν απομείνει τα έδιναν στις γύφτισσες, καθώς άρχιζε η νηστεία που τηρούνταν αυστηρά.Tην ίδια μέρα όλος ο κόσμος ξεχύνονταν στην εξοχή για να γιορτάσει και να χαρεί τα πατροπαράδοτα κούλουμα με τους νοστιμότατους "φασουλοταβάδες" ιδιαίτερα όταν μαγειρεύονταν με μπόλικο σαμόλαδο. Τα παιδιά ύψωναν τους χαρταετούς τους, όλο και πιο ψηλά, ποιος να περάσει τον άλλο και να φθάσει στο βασίλειο του ήλιου.

 

Τ’ ΑΗ –ΓΙΑΝΝΙΟΥ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΚΙ Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Στην παλιά Βέροια η "Πρωτομαγιά" ήταν γιορτή χαράς και ξεφαντώματος. Ήταν η γιορτή των λουλουδιών στα βουνά και στους κάμπους, όπου στα χαρωπά τραγούδια αντηχούσε ο χαιρετισμός της άνοιξης και ο ύμνος της δημιουργίας. Όλα τα σπίτια στολίζονταν με του Πρωτομάη τα στεφάνια για να δίνουν την ευλογία τους στο συμβολικό αριθμό των σαράντα ημερών. Μετά από σαράντα μέρες ξεκρεμούσαν οι νοικοκυρές και τα κορίτσια τα ξεραμένα στεφάνια κι όλες μαζί πήγαιναν σε κάποια κοντινή εξοχή και κάνοντάς τα σωρό άναβαν φωτιά για το καλό του χρόνου. Γύρω-γύρω χόρευαν, τραγουδούσαν τραγούδια της αγάπης ώσπου κι ο τελευταίος ξεραμένος ανθός να γίνει στάχτη. Άλλοι πάλι μέσα στο ζεστό θεριστή (Ιούνιο) άναβαν "φωτιές τ’ Αη-Γιαννιού" κάτω στον κάμπο της Βέροιας στη "Λουλουμάρου", και διασκέδαζαν σαν μικρά παιδιά χορεύοντας γύρω-γύρω και πηδώντας πάνω απ’ τη φωτιά. Πολλές φορές δεν μπορούσαν να πηδήξουν με τα σαλβάρια τους και τα έβγαζαν πηδώντας με τα μακριά τους κατωβράκια . Ήταν μια όμορφη και εύθυμη λαϊκή γιορτή.

Μέσα στο θεριστή μήνα γιόρταζαν τα κορίτσια τον "κλήδονα" μια λατρευτική παράδοση που ξεκινάει από τα χρόνια του Ομήρου. Πρόκειται για μια μαντική τελετουργία που δυστυχώς εγκαταλείφθηκε κι αυτή όπως πολλά ωραία και καλά αντέτια (έθιμα).

Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τα’ Αη-Γιαννιού τη χάρη
Κι’ όποια ‘χει καλό ριζικό να δώσει να το πάρει…

Είναι γεγονός πώς τα παλιά ήθη και έθιμα δεν κυριαρχούν πλέον στην σημερινή Βέροια, ωστόσο οι πολιτιστικοί σύλλογοι που συνθέτουν ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες στην αναβίωση χορών, ήθη και εθίμων.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
CLHCV DML PH 026Ακουστές για τη σεμνότητα και την αρχοντιά τους οι Βεροιώτισσες φρόντιζαν ιδιαίτερα για τη γιορτινή τους φορεσιά που μέσα σ’ αυτή φάνταζαν σα βυζαντινές αρχόντισσες. Η βεροιώτικη φορεσιά εντάσσεται στις ενδυμασίες αστικού δυτικού τύπου της Κεντροδυτικής Μακεδονίας.

Από μεταξωτό ή βαμβακερό ύφασμα, υφασμένο στην ίδια την πόλη ή φερμένο από την Ευρώπη, σε χρώματα μπλέ, καφέ, βυσσινί ή και ανοιχτόχρωμα, σιέλ, μπεζ με ανάγλυφα λουλούδια και κλαδιά ίδιων αποχρώσεων κατασκευαζόταν το μακρύ μέχρι τα νύχια φουστάνι. Είχε πολλές πιέτες γύρω-γύρω όπως και η ποδιά μπροστά, φτιαγμένη από το ίδιο ύφασμα του φορέματος και με τις ίδιες πιέτες, η οποία ξεχώριζε μόνο επειδή ήταν πιο κοντή. Τον μπούστο του φορέματος κάλυπτε η λευκή κισμιρένια "τραχηλιά" με δαντελίτσα ή μπιμπίλα στην άκρη. Εσωτερικά φορούσαν υφαντό βαμβακερό πουκάμισο με πιέτες φαρδιές. Τη μέση έσφιγγε φαρδύ μεταξένιο ή βαμβακερό ζωνάρι που ταίριαζε στο χρώμα με το φόρεμα, δένονταν αριστερά και οι άκρες του είχαν κεντίδια και κρόσσια. Από το ίδιο ύφασμα της "τραχηλιάς" ήταν φτιαγμένα και τα πρόσθετα "μανικάκια" που έβγαιναν κάτω από τα μακριά μανίκια του φορέματος.

Πάνω από το φόρεμα φοριόταν η "σαλταμάρκα" ή "λιμπαντί" ζακέτα κοντήginaika μέχρι τη μέση με μακριά μανίκια από μαύρο ύφασμα, "ντρά", ή γυαλιστερή τσόχα, με πολλά χρυσά κεντίδια στα μανίκια, στο πλάι και στον όρθιο γιακά. Όταν άρχιζαν τα κρύα, φόραγαν το "κοντογούνι" (λιμπαντί με γούνα χωρίς στολίδια) και το "μακρολέμπαντο". Το μακρολέμπαντο ήταν το επίσημο επανοφώρι της Βεροιώτισσας με φαρδύ χρυσοκέντημα στον όρθιο γιακά, στα πλαϊνά και στις άκρες των μανικιών. Στις κρύες μέρες του χειμώνα φορούσαν το πιο βαρύ παλτό τον "τσουμπέ" που είχε πιέτες στο πίσω μέρος.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της φορεσιάς ήταν το μαύρο "φακιόλι" στο κεφάλι. Ειδικά κατασκευασμένο και διακοσμημένο από τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που έπαιρνε η Βεροιώτισσα στην προίκα της. Τα μαλλιά χωρισμένα στη μέση σε δύο, τρεις ή τέσσερις πλεξούδες ανέβαιναν από δεξιά στην κορυφή του φακιολιού όπου τις συγκρατούσε βελόνα με μαργαριτάρι κάτω από το φιόγκο". Πάνω στις πλεξούδες στα δεξιά έμπαινε χρυσή καρφίτσα με πολύτιμα πετράδια. Πλούσια κοσμήματα, μαργαριταρένια σκουλαρίκια και χρυσά δαχτυλίδια συμπλήρωναν τη μεγαλόπρεπη εμφάνισή της.
Στα πόδια φορούσαν κάλτσες πλεχτές με κεντίδια και δερμάτινα παπούτσια με χαμηλό τακούνι τα "κουντούρια".

 

ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Οι άνδρες ήταν πιο απλά ντυμένοι σε αντίθεση με τις γυναίκες. Αρχικά φορούσαν το "αντερί", τούρκικο ένδυμα από μεταξωτό ριγέ ύφασμα σκούρου χρώματος με φαρδύ μονόχρωμο "ζωνάρι" στη μέση. Στο κεφάλι φορούσαν το "φέσι" μέχρι την απελευθέρωση. Αργότερα αντικατέστησαν το αντερί με μάλλινα στενά στο κάτω μέρος παντελόνια από μάλλινα υφαντά τις "μπολμπότσες". Στη μέση έδεναν το υφαντό "ζωνάρι". Φορούσαν πουκάμισο σκούρο ή μονόχρωμο και γιλέκο αμάνικο κοντό χωρίς γαϊτάνια και σιρίτια. Πάνω από το γιλέκο φορούσαν "σακάκι" από τσόχα χοντρή με φαρδιά πέτα. Στο κεφάλι μετά την απελευθέρωση φόρεσαν καλπάκι και τραγιάσκες.

Τελειώνουμε το μικρό μας αφιέρωμα στη Βεροιώτικη Παράδοση με τα λόγια του αείμνηστου Βεροιώτη πεζογράφου και ποιητή Στέλιου Σβαρνόπουλου, "Δική μας πυξίδα είναι η λαϊκή παράδοση και πρέπει να τη σεβόμαστε".

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κλ. Παπανίδη, ΒΕΡΟΙΑ ΓΗ ΗΜΑΘΙΑΣ, Βέροια, 1987.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΒΕΡΟΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Ιστορικές αναδρομές και μνήμες, Άνθρωποι και Τόποι Βέροια, 1985.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, Τόποι-άνθρωποι -συνήθειες -λαϊκή σοφία, Βέροια, 1984.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΒΕΡΟΙΩΤΙΚΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, Βέροια,1977.
Β. Χατζίκου, Βεργιώτικες ιστορίες και παραμύθια, Αθήνα, 2005.
Αν. Χριστοδούλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, Βέροια, 1960
Λύκειο των Ελληνίδων Βέροιας, ΗΜΑΘΙΑ ΕΡΑΤΕΙΝΗ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΗΜΑΘΙΑΣ, Βέροια, 2003.
Σ. Γκαγκούση, Τα βεροιώτικα προξενιά, περ. ΛΑΜΔΑ, Αυγ.2202, τ.18, 34-38.
Χρ. Λαμπροπούλου, Η αποκριά των Δροσινών. περ. ΛΑΜΔΑ, Ιαν.-Φεβ., 2001,τ.15,18-22.
Γ. Τσιαμήτρου, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, χειρόγραφες σημειώσεις.

Αθανάσιος Σταυρίδης, Καθ. Φυσικής Αγωγής-Δάσκαλος Παραδοσιακού χορού.

Διαβάστε περισσότερα...

Οι 10 δημοφιλέστερες αναρτήσεις στο πρώτο τρίμηνο λειτουργίας του VeriaHistory.gr

Σήμερα συμπληρώνονται 3 μήνες λειτουργίας της ψηφιακής πλατφόρμας VeriaHistory.gr. Στο διάστημα αυτό η ψηφιακή πλατφόρμα εφοδιάστηκε με πολύτιμο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, προερχόμενο, τόσο από τις συλλογές της Κ.Ε.Π.Α., όσο και από συλλογές ιδιωτών, οι οποίοι προσέφεραν υλικό από τα προσωπικά τους αρχεία με σκοπό την συμβολή τους στην αποτύπωση πτυχών της τοπικής ιστορίας μέσα από αυτό. Παράλληλα, αξιοποιώντας το υλικό αυτό, μέσα από την ψηφιακή πλατφόρμα προβάλλονται άρθρα - αναρτήσεις σχετικές με αυτό.

Το κοινό φαίνεται πως βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την προσπάθεια η οποία καταβάλλεται. Η αποδοχή του κοινού εκφράζεται τόσο με την υποστήριξή της για τον εμπλουιτσμό της πλατφόρμας, όσο και από την επισκεψιμότητά της, η οποία ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες επισκέψεις στο διάστημα αυτό της παρουσίας της στον παγκόσμιο ιστό. 

Συμπληρώνοντας ένα τρίμηνο από τότε που η ψηφιακή πλατφόρμα τέθηκε σε λειτουργία, παρουσιάζουμε τις 10 δημοφιλέστερες αναρτήσεις που τράβηξαν την προσοχή των αναγνωστών. 

Επίσης, προσκαλούμε τον κάθε συμπολίτη που διαθέτει σχετικό υλικό να έλθει σε επικοινωνία με την Κ.Ε.Π.Α. Δ. Βέροιας με έναν από του ακόλουθους τρόπους Τηλ. 2331078100, mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.,">, ή μέσω της αμφίδρομη επικοινωνίας που υπάρχει στην πλατφόρμα. Περισσότερα βλ. εδώ

Πατώντας στις ακόλουθες εικόνες μεταφέρεστε στην αντίστοιχη ανάρτηση.

agios savvas bigagora 109 theoiCLHCV DML PH 026Paidia ekklisia

CLHCV KLG PH 001 Papatheocharidis 1 web

58c55e713efcfd97ae673224c426d916 XL 282e45a4ec0ddd3190f0c0461decdc88 XL

Scan10015 WEB

Διαβάστε περισσότερα...

Σε ποιον θα πέσει το φλουρί;

 

Σε ποιον θα πέσει το φλουρί;

 

Ο φτωχός λαός μας σαν βασικό είδος δίατροφής είχε την πίτα. Δεν κοστίζει πολύ κι ανάλογα με την επιδεξιότητα της νοικοκυράς γίνεται μια πολύ νόστιμη λιχουδιά κι’ αρέζει σ’ όλους μικρούς και μεγάλους.

Από ποικιλίες και παραλλαγές ένα σωρό. Λαχαινόπιτες, τυρό­πιτες, κρεαιτόπιτιες, ρυζοπντες, ταχινόππιες και λογής –λογής ψημένες στο φούρνο ή στη γάστρα πίτες μοσχοβολητές και λαχταριστές. Και το σπουδαιότερο ψωμί — φαΐ ένα.

Ειδικά στην πατρίδα μου τη Βέροια αν κάθε Σαββατόβραδο το σπίτι δεν είχε πίτα δεν ξημέρωνε Κυριακή... Χαρακτιριστικό εί­ναι ο μύθος που μολογούν για έναν παλιό Βεροιώτη που ανήμε­ρα το πρωί της Κυριακής πέρασε μπροστά απ' την εκκλησία της Αγιανάργυρης με τα ρούχα της δουλειάς το τσαπί και τον τρουβά στον ώμο για να κατηφορίσει στους μπαχτσέδες. Εκεί τον αντάμωσε ένας φίλος του και τον μάλωσε:

- Αρέ Γόλη δεν αντρέπισι, σήμερα Κυργιακή πααίνν’ς στη δλεια;

- Τί λες; Απού πού ως που Κυργακή. Αφού ιψές η γναίκα μ' δεν μ' έκαμιν πίτα.

Έτσι λοιπόν οι Βεροιωτάδες εξόν απ' την προτίμηση που είχαν στοα φασούλια (και δικαιολογημένα πήραν το παρατσούκλι Βιργιουτάδις - φασουλονταβάδις) ήταν και πιτοφαγάδες.

Μια πίτα όπως ξεχώριζε ολό­κληρο το χρόνο. Ήταν η πρώ­τη και καλύτερη και δεν έλειπε από κανένα σπίτι μήτε του φτω­χού μήτε του πλούσιου. Ήταν η πίτα της Πρωτοχρονιάς με όλα τα ντόπια έθιμά της. Βέβαια βασιλόπιτες κάνει όλος ο χαμός αλλά εμείς θα μιλήσου­με για την Βεροιώτικη που είχε δική της χάρη.

Από νωρίς την Πρωτοχρονιά οι Βεροώτισσες νοικοκυρές ετοιμάζονταν για να πλάσσουν την πίττα. Ανασκουμπωμένες καλά και τα μαλλιά του κεφαλιού μαζεμένα καλά με σφιχτό τσεμπέρι. Κοσκίνισμα του αλευριού με την ψι­λή τη σήτα, ζύμωμα, πλάσιμο. Κι ύστερα άνοιγμα απάνω, στο σουφρά τα φύλλα ένα- ένα και ψιλά άλειμα με λυωμένη λίγδα γουρουνίσια που μοσχοβολούσε, πρόχειρο δίπλωμα γιο να συμποτίσει η λίγδα καλά σ' όλο το ζυμάρι κι’ ύστερα τελικό άνοιγμα με τον πλάστη. Στο κάθε φύλλο πάλι λίγδα, και άπλωμα του καλοετοιμασμένου ζαϊρέ (γέμιση) πράσα τσιγαριστά και λιανισμένο με το τσεκουράκι στο κρεατοσάιδο διαλε­γμένο ψαχνό κρέας γουρουνίσιο και πασπάλισμα με λίγο τραιχανά για να γίνει η πίτα πιο αφράτη και πιο νόστιμη. Το δεύτερο το φύλλο απάνω στο πρώτο που είχε απλωθεί στο ταψί γέμιση και σε αυτό αλλά σ’ αυτό έπρεπε να βάλουν και το φλουρί που θα έβρισκε ο τυχε­ρός στο κόψιμο. Μαζί με τον παρά έβαζαν κάπου αλλού ένα κομματάκι κληματόβεργα για το αμπέλι, ένα άχυρο για το χωράφι, ένα ξύλινο τετραγωνάκι, για το σπίτι, κλπ. Μπαίνει και το απάνω φύλλο που αλείφεται κα­λά με λίγδα κι’ ύστερα τα επιδέξια χέργια πλέγουν γύρω-γύρω τον κόθαρο. Η πίττα στέλνεται στο φούρνο για ψήσιμο μαζί με τις ευχές της νοικοκυράς να καλοψηθεί να τραβήξει καλά και προ παντός να μην αρπάξει.

Η πίτα είναι έτοιμη και τα με­σάνυχτα που φεύγει ο παλιός ο χρόνος κι’ έρχεται ο καινούργιος όλη η φαμίλια αραδιασμένη γύρω - γύρω απ' το σουφρά άλλοι σε σκαμνιά κι’ άλλοι σταυροπόδι γιορτάζουν το κόψιμο και περιμέ­νουν με λαχτάρα ποιος θα ναι ο τυχερός. Η νοικοκυρά κάνει το σταυρό της και στριφογυρίζει το ταψί τρεις φορές ύστερα χτυπάει το μαχαίρι στην άκρη του ταψιού (για να ναι όλοι γεροί και σιδερένιοι) και κόβει την πίτα σταυρωτα κι’ ύστερα σε τρίγωνα κομμάτια. Ύστερα το κάθε κομμάτι το νομάτιζε. Αυτό για τον Αη - Βασίλη, για το σπίτι, για το αμπέλι, για το χωράφι, για το βιο, για τον νοικοκύρη, για την νοικοκυρά, για το πρώτο παιδί, το δεύτερο, το τρίτο κ.ο.κ.

Αρχίζει τώρα με αγωνία το άνοιγμα του κομματιού και το ψάξιμο του φλουριού για να βρεθεί ο τυχερός. "Νάτο! Νάτο!" φώ­ναζε απ' τη χαρά του ο μικρότε­ρος ο Βενιαμίν της οικογένειας (συχωρεμένη η αμαρτία μου αυτό δεν μπόρεσα ποτές να το καταλάβω πώς τα κατάφερνε η μάννα μου κι’ όλο η δραχμή έπεφτε στον μικρότερο αδερφό μου το Στεφάνή...) Όλοι χαιρόμασταν και περισσότερο ο τυχερός που θα καμάρωνε αύριο στον Άγιο-Βασίλη για να ανάψει κερί τη δραχμή που βρήκε.

Ο πατέρας σηκωνόταν όρθιος, πήγαινε πίσω - πίσω στην πόρτα έκανε το σταυρό του κι’ έλεγε μιαν ευχή απλή αλλά γιομάτη σοφία «Καλή μέρα, καλή χρονιά, γεννήματα και βιο, αμπέλια και κρασί, παράδες, μπιρικέτια, κουρίτσια και παιδιά, νύφες, γαμπροί κι’ αγγόνια».

Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν και πιστεύουν στην τύχη. Η δύ­ναμή της είναι τόσο μεγάλη που τ’ αλλάζει όλα. Το καλύτερο σύμβολο της τύχης είναι η πίτα της Πρωτοχρονιάς.

Και τώρα κόβουν πίτες πλούσιοι και φτωχοί δίκαιοι και αμαρ­τωλοί αλλά την πίτα όλων μας την κόβουν οι δαιφεντευτές του κόσμου αυτοί ξέρουν από πριν σε ποιό κομμάτι της γης θα πέσει το φλουρί...

 

Στέλιος Σβαρνόπουλος

"Σε ποιον θα πέσει το φλουρί", Βέροια, 30-12-1983, 1-2.

Διαβάστε περισσότερα...

Ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην παλιά Βέροια

 

Ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην παλιά Βέροια

 

Συνεχίζοντας την παρουσίαση ηθών και εθίμων της Βέροιας, παραθέτουμε απόσπασμα από άρθρο του κ. Γιώργου Καλογήρου σχετικού με τα ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς.

 

Τα κάλαντα
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς ψάλλονταν την παραμονή και τα κόλιντα που δίναν στα παιδιά ήταν τα ίδια με αυτά των Χριστουγέννων.

 

kreatopitaΤο κόψιμο της πίτας

Το βράδυ της τελευταίας μέρας του χρόνου η κοπή της κρεατόπιτας με το φράγκο (το νόμισμα που ήταν μια, δυο ή πέντε δραχμές) έμοιαζε με ιεροτελεστία. Όλη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι και στη μέση του τοποθετούνταν το μεγάλο στρόγγυλο ταψί με την ζεστή πίτα φτιαγμένη με μεράκι, με τα χρυσά χέρια της μητέρας. Ο πατέρας όρθιος γύριζε το ταψί τρεις φορές και το έκοβε σε τόσα ίσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας, προσθέτοντας άλλα δύο, ένα για τον Αγιο Βασίλη και ένα για τα κτήματα ή τη δουλειά. Τα κομμάτια ονοματίζονταν, με σειρά ηλικίας, απ' τον πατέρα και μπαίνανε στα πιάτα οπότε και άρχιζε το ψάξιμο για το φράγκο. Οποιος το έβρισκε ήταν ο τυχερός της νέας χρονιάς και ο πιο χαρούμενος της βραδιάς. Το νόμισμα κατέληγε στην Εκκλησία για το άναμα κεριού ή τοποθετούνταν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Μετά το φαγητό τα μέλη της οικογένειας έπαιζαν μεταξύ τους το τυχερό παιχνίδι "Πάρτα Όλα" ή χαρτιά, όχι φυσικά με χρήματα αλλά με (άβραστα) φασόλια, για το καλό του χρόνου.

 

Ο εκκλησιασμός

Την επομένη, πρώτη του έτους, σύσσωμη η οικογένεια, με τα καλά της και πάλι ρούχα, πήγαινε πρωί - πρωί στην Εκκλησία. Πολλοί προτιμούσαν το Ναό του Αγ. Βασιλείου που ήταν στην οδό Βενιζέλου, πίσω από το σημερινό Πνευματικό Κέντρο της Μητροπόλεως (δεν ξέρω αν ακόμα η εκκλησία σώζεται).

 

loukanika 600x350

Το γιορτινό τραπέζι

Συγκεκριμένο φαγητό για το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς δεν υπήρχε, όμως η παράδοση ήθελε στην κατσαρόλα πετούμενο. Ασφαλώς αυτό δεν ήταν τυχαίο. Υποθέτω πως ο συμβολισμός ήταν να "πετάει" δηλαδή, να ήταν χαρούμενη, ευτυχισμένη η οικογένεια όλη τη χρονιά.

 

Τα νόστιμα λουκάνικα

Από τον αξέχαστο Αντώνη Κεμιντζέ, που διετέλεσε Δήμαρχος Βέροιας επί σειρά ετών, είχα ακούσει το παρακάτω επίκαιρο χωρατό: Βεροιώτικη παρέα της εποχής εκείνης έπινε τα τσιπουράκια της κάθε μεσημέρι με πρόχειρα μεζεδάκια. Στην παρέα συμμετείχε κάπου κάπου και έμπορος γνωστής ντόπιας οικογένειας που δεν φημίζονταν για την... απλοχεριά του! Το σπίτι του εμπόρου ήταν σε κεντρικό σημείο της πόλης, στην ανοιχτή δε σάλα της πίσω πλευράς του ήταν κρεμασμένα τα λουκάνικα του χριστουγεννιάτικου χοιρινού για να αεριστούν καλά πριν αρχίσει η κατανάλωσή τους. Ο επιτήδειος της παρέας, με ψηλό καδρόνι, κατέβασε τη νύχτα μερικά λουκάνικα του εμπόρου ο οποίος και ειδοποιήθηκε την άλλη μέρα να πάει το μεσημέρι στο γνωστό στέκι για τσίπουρο γιατί υπήρχε και καλός μεζές. Ανυποψίαστος ο έμπορος ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα εκείνη τη μέρα από το μεζέ ρωτώντας μάλιστα ποιανού ήταν τα νόστιμα λουκάνικα, που ήθελαν, όπως έλεγε, λίγο ακόμα αέρισμα, χωρίς να παίρνει απάντηση συγκεκριμένη. Το ίδιο επαναλήφθηκε και μερικές φορές ακόμα ώσπου κάποια μέρα ο έμπορος παρατήρησε ότι τα κρεμασμένα λουκάνικά του είχαν λιγοστέψει αισθητά. Κατάλαβε τότε τι είχε συμβεί και σκασμένος απ' το κακό του τα έψαλλε για τα καλά στους φίλους του οι οποίοι άκουσαν το ψαλτήρι σκασμένοι κι αυτοί, όχι βέβαια απ' το κακό τους, αλλά απ' τα γέλια.

 

163666 1259015773076 1760115751 505140 4639334 nΤα έθιμα των Βλάχων της Βέροιας

Οι Βλάχοι Βεροιώτες για την πρώτη του έτους είχαν το δικό τους έθιμο: Γύριζαν στους δρόμους ντυμένοι με την τριχωτή βαριά κάπα των τσομπάνηδων, με την κουκούλα στο κεφάλι, με ολοπρόσωπη μάσκα και με κουδούνια των προβάτων κρεμασμένα στο σώμα πάνω από την κάπα. Καθώς βάδιζαν αναπηδούσαν και τα κουδούνια, με τους διάφορους ήχους ακούγονταν από μακριά. Όπως με πληροφόρησαν το έθιμο στόχευε στο να τρομάξουν οι καλικάντζαροι από το θόρυβο των κουδουνιών και να απομακρυνθούν από την πόλη. Οι φέροντες τις κάπες και τα κουδούνια ονομάζονταν κδουναρέοι ή λιγκουτσαρέοι ή λιγκουτσάρηδες.

 

 

 

 

Γιώργος Καλογήρου

"Ήθη και έθιμα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς", Λάμδα,17 (Δεκ. 2001), 12-16.

Διαβάστε περισσότερα...

Χριστός γεννάται, δοξάσατε

 

Χριστός γεννάται, δοξάσατε

 

Η μανιά η μπάμπου άκσιν τα ουρνίθια που χαλούσαν κι σκώθκιν πουγάλια - πουγάλια απ’ τ’ γουνιά τ’ς. Όπ’ να ’νι δα βγουν τα μαστουρόπλα για τα κόλιντα, μουρμούρσιν κι σιέφκιν στου παρακέλ(ι). Γιόμουσιν ένα τρανό λιγκέρ(ι) μι κόλιντα, σύκα, σταφίδις, ξυλουκέρατα, καρύδγια, μύγδαλα, τσίντσφα κι του έβαλιν απάν’ στου τικλίζ(ι). Ύστρα έκατσιν πάλι στ γουνιά τ’ς κι μι του τσιμπίδ(ι) χίρσιν να σιμπάει τ’ φουτχιά, για να τσιατίσ(ει) του κούτσουρου. Η φέξ(η) απ’ τ’ γκαζόλαμπα είχιν κατιβεί. Πότι - πότι έσταζιν κανιένα λουκάνκου που κριέμουνταν στου τζιάκ(ι), μπουμπούτζιν η φουτχιά κι φιγκουλουγούσιν η νουντάς απ’ τ’ν μπουμπουρούτα...(*). Ζύουνιν η χαραή.

Τρανή αρχόντσα η μανιά η μπάμπου. Είχιν όλα τα καλά. Πουλύ βγιό, πουλύ τα'ιφάν. Πιδγιά, κουρίτσια, νύφις, αγγόνια, παραγγόνια... όλ(η) τ’ μιέρα έβαζιν του σπίτ(ι). Καλά μα τώρα όλνοι κοιμούνταν. Η μανιά διέν ήθιλιν κανιέναν σμά τ’ς αυτήν τ’ν αβραδιά. Ήθιλιν να φκιάσ(ει) τ’ αντέτχια μαναχιά τς. Κάθι χρόνουν αυτή άναβιν του κού­τσουρου στου τζιάκ(ι) κι του φύλαγιν ώσπου να καεί ντιπ κι ντιπ. Αυτή μοίραζιν τα κόλιντα στα μαστουρόπλα κι στ’ αγγόνια τ’ς κ’ ύστιρα, άμα βαρούσιν η σήμαντρους, νιμέν(η) κι αλλαγμέν(η), πάϊνιν στ’ν ικκλησιά. Όλα τα γράμματα τα ήξιριν απ' όξου. Μιταλάβνισκιν, έπιρνιν αντίδιρου κι γυρνούσιν στου σπίτ(ι). Τ’ φλούσαν όλνοι του χιέρ(ι), ίπινιν ψίχα κρασί, κατά πως ήταν τ’ αντέτ(ι), ίπινιν τουν κάιβέ τ’ς, προυέβουνταν κι ύστρα πάϊνιν στου γιατάκι τ’ς κι... τουν έπιρνιν...

(…) Τα κόλιντα μιταλάβνισκιν η μανιά κι τα Χριστούγιννα όλ(η) η φαμπλιά. Ίσια μι τ’ν ώρα είχαν μπιτίσ(ει) όλα τα χουζμέτχια. Οι δούλις έλουσαν τα μούτσιανα κι τα έβαλαν να κοιμθούν. Του σπίτ(ι) μουσκουβουλούσιν απ’ τ’ν παστράδα. Όλνοι οι νουντάδις στρουμέν(οι) μι κιτσέδις. Οι γύρ(οι) κι τα σιντόνια στα τικλίζια κριτσνούσαν καλουπλυμένα κι λουλακιαζμένα. Στα τζιάκια παρδαλά τζιακλίκια, στα γκιλιβιά αραδγιασμένα τα ρόιδα κι τα κδώνια. Οι μσάντρις όλου ζουγραφχιές. Στουν καλό του νουντά κι στου τζιαμακιάν(ι), που ήταν στρουμένα μι πέφκ(η), στραφτουκουπούσαν τα μαγκάλια απού τόντσ(ι). Στου κάτ’ ανώι, που ήταν του τρανό του μαγειργειό, απάν’ στ’ς φιγούδις, έβραζαν οι τιντζιρέδις μι τ’ς σαρμάδις κι τα πιτνάργια για του ζμί. Οι μπακλαβάδις κι τα σαραϊλιά ρουφούσαν του σιρόπ(ι). Του μισίρκου μι του ρύζ(ι), τ’ς σταφίδις κι τα κάστανα, ρόδζιν στου φούρνου... Η μανιά, που ήταν μιταδουμέν(η), τα γιόβουνταν να δεί αν ήταν στουν κιριμέτ’ τα...
Ζύουνιν να φέξ(ει). Ξημέρουναν Χριστούγιννα. Η σήμαντρους βαρούσιν... τάγκα - τάγκα - τάγκα... να ξυπνήσουν οι Χριστχιανοί, για να πάν ταχύ - ταχύ στ’ ν ικκλησιά ν ακούσουν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...».

Όλνοι στου σπίτ(ι) τ'ς μανιάς τ’ς μπάμπους, αλλαγμέν(οι) μι τα λαμπρά τ’ς, καρτιρούσαν να τ’ς στείλ(ει) χαμπέρ(ι) η αφιέντ’ς για να κνήσουν... Οι μκρές οι νύφις είχαν βάλ(ει) τα χρυσά τα φουστάνια που δεύτιρα διέν είχιν η Βέργια... Η μνιά έβαλιν του γαλάζιου μι τα χρυ­σά τα άστρα. Η άλλ(η) έβαλιν του βαθύ του γαλάζιου μι τ’ ασμιένια τα ψάργια μ τα χρυσά τα κιφάλια. Η άλλ(η) έβαλιν του λαχανί μι τα χρυσά κι τ ασμιένια τα λουλούδγια. Τα μακρουλιέμπατα τ’ς ήταν χρυσουκιντημιένα α πού πάν’ ως κάτ’. Τα φακιόλια τ’ς όλου μαργαρτάρ(ι) σιχαντρίκ(ι). Έβαλαν καδένις, φλουργιά, μαργαρτάργια, αντισέδις, αλτσιδουπούλις, δαχλίδγια κι τσουράκια διαμαντένια... Στα πουδάργια τ’ς είχαν πουδήματα ως απάν’, άσπρα, μι δισίδγια που τ’ς τάφιραν οι πραματιφτάδις παραγγιλιά απ' του Βουκουρέστ(ι)...

Οι τρανιές οι νύφις τ’ς μπαμπούς, που τώρα ήταν κι αυτές μανιές μ’ αγγόνια, φουρούσαν τ' αντιργιά μι τ’ς χρυσές κι τ’ς ασμιένις τ’ς βίτσις. Τα σαρίκια τ’ς όλου φλουρί Βινέτκου. Οι τζιουμπέδις γουνιαζμέν(οι) όλου μήλου κι μάγλου. Οι άντρις μι τ’ αντιργιά τ’ς, μι τ’ς τζιουμπέδις τ’ς κι μι τα κόκκινα τα φέσια...

Άμα γιόμουσιν η κλησιά η αφιέντ’ς έστλιν τουν καντηλανάφτ(η) να φουνάξ(ει) τ’φαμπλιά τ’ς μανιάςτ’ς μπαμπούς... Μανιάααα...μανιά- αααα... άιντιστι... η αφιέντ’ς ισάς καρτιράει... για να βάλ(ει) βλουγητό. Κίντσαν για τ’ν ικκλησιά... Μπρουστά κι πίσου πάιναν δγυό δούλ(οι) μι τα φανάργια για να τ’ς φέγγουν. Πρώτα κίντσαν οι πιθιρές, ύστρα οι δούλις μι τα μούτσιανα, του κατόπ(ι) οι νύφις κι πίσου οι άντρις για να τ’ς φλάγουν απ’ τ’ς κλιέφτδις. Όλνοι στ’ν ικκλησιά τ’ς έφκιασαν τόπουν για να πιράσουν. Οι πιθιρές έκατσαν η κάθιμνιά στου θκό τ’ς του στασίδ(ι). Οι νύφις σμά τ’ς ουλόρθις, καμαρουτές - καμαρουτές, μι τα χιέργια τ’ς σταυρουμένα απάν’ στ’ς πουδγιές τ’ς κι τα μάτχια τ’ς κάτ’. Οι άντρις κι τα μούτσιανα κουντά στου ψαλτήρ(ι). Τα τρανήτιρα τα πδόπλα πήραν τα ξιφτέργια...κ’ η αφιέντ’ς... χίρσιν...

Μέσα οι ψαλτάδις έψιλναν το... «Χριστός γεννάται, δοξάσατε»... κι όξου η Θος τλούπις - τλούπις έρχνιν του χιόν(ι)... Ότ,(ι) χράζου- νταν... Χριστούγιννα μι χουρίς χιόν(ι) γιένιτι απ’ διέ γιένιτι;

Άμα μιτάλαβιν όλους η κόσμους κι πήριν αντίδιρου, τ’ς ιφκίθκιν η αφιέντ’ς «σ’ έτη πουλλά» κι χίρσαν ένας - ένας να βγαίνουν απ’ τ’ν ικκλησιά, να παίρνουν τα σουκάκια κι απού κάτ’ απ' τα σιαχνισιά κι τ’ς αστριχές να πάίαίνουν στα σπίτχια τ’ς.

Όλ(η) η φαμπλιά τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους, είχιν μαζουχτεί στ’ ανώι. Τα μούτσιανα πήραν απού μνιά ματσούκα, χίρσαν να βαρούν τ’ν πόρ­τα τ’ς μανιάς κι να τραγδούν όλνοι μαζί, μκροί τρανοί...

Χριστούγιννα προυτούγιννα, τώρα Χριστός γιννιέτι.

Γιννιέτι κι βαφτίζιτι, στους ουρανούς επάνω.

Κόοοοολιντα μπάμπου...

Μέεεεεεελιντα μπάμπου, Χριστός γιννιέεεεεετι μπάμπου...

Άνξιν η μανιά του νουντά τ’ς, ένας - ένας σιέβιναν μέσα. Τ’ς φλούσιν η μανιά κι τ’ς δώρζιν. Τ’ς τρανιές τ’ς νύφις απού ένα πιντόλιρου... Τ’ς μκρές απού ένα τισσιράρ(ι). Τ’ς άντρις κι τ’ς δούλ(οι), απού μνιά λίρα. Τα πδόπλα απού ένα δίγρουσου κι τα κουρτσούδγια κι τ'ς δού- λις απού ένα μαμουντιέ, για να του βάλουν στ’ν μπουρλιά...

Όσου να βγάλουν οι μκρές οι νύφις τα χρυσά τα φουστάνια τ’ς κι να βάλουν τ’ς στόφις, οι αλνοί σιέφκαν στουν τρανό του νουντά για να φκιάσουν τ’ αντέτια, για να πχιούν του ζμί κι να προύιφτούν. Η μανιά άλλαξιν κι αυτή. Έβαλιν του κισμιριένιου του πκάμψου τ’ς, του χρυσό του αντιρί τ’ς, του σαρίκ(ι) μι τουν τιπέ όλου ψαρότσιφλου Κουσταντινάτου κι έκατσιν σταυρουπόδ(ι) απάν' στου τικλίζ(ι), στουν καλό του νουντά κι καρτιρούσιν τ’ς βίζιτις... Οι μικρότιρ(οι) πάϊναν στ’ς τρανίτιρ(οι). Σ' όλου του σόι η μανιά η μπάμπου ήταν τρανίτιρ(η). Πρώτους πήγιν η αφιέντ’ς για του «σ’ έτη πουλλά». Κ' ύστρα... κι αν διέν πήγαν...ζμπιθιροί.,.παραζμπιθιροί... τα σόϊα απ’ τ’ς νύφις... τα σόια απ’ τ’ς γαμπροί... Τούχαν τιμή να πάν’ στ’ μανιά να τ’ φλήσουν του χιέρ(ι) κι να θαμάξουν του χρυσό του αντιρί που σώθκιν απ' τα χρόνια τ’ς βασίλτσας τ’ς Βιργίνας... Έτσ(ι) τ’ άξιν η μανιά απ' τ’ν παραμανιά τ’ς, έτσ(ι) μας τάφκιν, έτσ(ι) δα τ’ αφήκουμι κι μείς...

Οι δούλις στου μαγειργειό ιτοίμαζαν τ’ς δίσκ(οι). Οι μκρές οι νύφις κιρνούσαν τ’ς γνιαίκις στουν καλό του νουντά χ' οι τρανιές τ’ς άντρις στου τζιαμακιάν(ι)...

Η πρώτους η δίσκους είχιν λουκούμ(ι) τ’ς Σύρας, ρακί μιλτσάτ(η) κι καϊβέν. Η δεύτιρους η δίσκους, μι τ’ ασμιένα τα χλιάργια απάν’ στα πουτήργια μι του νιρό, είχιν τουν πιλτέ. Η τρίτους η δίσκους είχιν τουν μπακλαβά...

Όλου τιμή κι χαρές στου σπίτ(ι) τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους. Όλα τάπραξιν μι γνώσ(η)... Καλά μα...τόσου ήταν... Γιατί κατά πως λιέει κι του τραγούδ(ι):

Στα χίλια ουχτακόσια κι στα ιξήντα δγυό,

Αυγούστου δικα πέντι μέρα Παρασκιβή,

κάηκιν η Βέργια όλη κι όλου του τσιαρσί...

Τότις κάηκιν κι όλου του βγιό τ’ς μανιάς τ’ς μπαμπούς... Σπίτχια, μαγαζγιά, χάνια, τ’ αργαστήργια που έφκιαναν τα χαβλιά κι τα έστιλναν στ’ν Κουσταντινούπουλ(η) κι στου Βουκουρέστ(ι)... Κάηκαν τα φλουργιά... κάηκαν τα μαργαρτάργια... κάηκαν τ' αμανέτχια... Κάη­καν τα χρυσά τα φουστάνια... Κάηκιν κι του χρυσό του αντιρί, τ’ς Βιργίνας... Διέν τ’ς απόμνιν τίπουτας... Κόσμους κι ντουνιάς απόμνιν ντιπ στου ξιάστιρου....

Κι ήρθαν πάλι τα Χριστουγιννα... κι η Θος έρχνιν τλούπις - τλού- πις του χιόν(ι)... κι γιόμουσιν η κλησιά απού κόσμουν... Καλά μα τώρα... μούνγκι οι καντήλις στραφτουκουπούσαν... Οι δόλις οι γνιαίκις ήταν σα χήρις. Ούτι ένα φλουρί, ούτι ένα σπυρί μαργαρτάρ(ι), ούτι ένα διαμαντικά... Κι όταν η αφιέντ’ς τ’ς είπιν να γουνατίσουν όλνοι μαζί κι να παρακαλέσουν τουν Θο που γιννιούνταν να φέρ(ει) πάλι τ’ς καλές τ’ς μιέρις... τότις γίνκιν του θάμα... Η τρανή η καντή­λα μι τα δώδικα τα καντηλούδγια απού τριούρ(ι), που κρέμουνταν απ' τουν ουφαλό τ Παντουκράτουρα, ζύουνιν να σβήσ(ει) κι απέταξιν κάτ(ι) σκαλίθρις που κατά λαχτάρσαν όλνοι... κι σταυρουκουπήθκαν... Είδιτι; τ’ς είπιν η αφιέντ’ς. Ιά του θάμα... Η Θος μας άκσιν...

Άρξαν...καλά μα ήρθαν πάλι οι καλές οι μέρις. Ξαναέφκιασαν η κόσμους του βγιό τ’ς... κι ξαναπήγαν στ’ν ικκλησιά τα Χριστουγιννα οι Βιργιώτσις λαμπρουφουριμένις... μι τα φλουργιά τ’ς κι τα μαργαρτάρια τ’ς, μι τ’ς αντισέδις κι τα δγιαμαντικά τ’ς... για ν’ ακούσουν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...». Τάφκιασαν όλα απ’ τ’ν αρχή... Μούνγκι τα χρυσά τα φουστάνια κι του χρυσό του αντιρί τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους διέν μπόρισαν να τα ξαναφκιάσουν. Αυτά πάν’... χάθκαν... όσνοι τα είδαν, τα είδαν. Οι αλνοί τα γνώρσαν απού στόμα σι στόμα... Απ’ τι μένα κι απ’ τι σένα...
Η μανιά η μπάμπου έζησιν ικατόν δεκαπέντι χρόνια... Ήταν Χρι- στούγιννα... Πρόφτασιν, μιτάλαβιν τα κόλιντα... κι σχουρέθκιν τ’ν άλλ(η) τ’ μιέρα, ταχύ - ταχύ, τ’ν ώρα που η αφιέντ’ς έψιλνιν... το«Χρι­στός γεννάται, δοξάσατε...».

Θε σχουρέσ’ την...

Βούλα Χατζίκου

Απόσπασμα από την βεροιώτικη ιστορία της Βούλας Χατζίκου "Χριστός γενάται δοξάσατε", Βεροιώτικες Ιστορίες και Παραμύθια, Αθήνα, 2002, 19-23

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου