Χριστός γεννάται, δοξάσατε

 

Η μανιά η μπάμπου άκσιν τα ουρνίθια που χαλούσαν κι σκώθκιν πουγάλια - πουγάλια απ’ τ’ γουνιά τ’ς. Όπ’ να ’νι δα βγουν τα μαστουρόπλα για τα κόλιντα, μουρμούρσιν κι σιέφκιν στου παρακέλ(ι). Γιόμουσιν ένα τρανό λιγκέρ(ι) μι κόλιντα, σύκα, σταφίδις, ξυλουκέρατα, καρύδγια, μύγδαλα, τσίντσφα κι του έβαλιν απάν’ στου τικλίζ(ι). Ύστρα έκατσιν πάλι στ γουνιά τ’ς κι μι του τσιμπίδ(ι) χίρσιν να σιμπάει τ’ φουτχιά, για να τσιατίσ(ει) του κούτσουρου. Η φέξ(η) απ’ τ’ γκαζόλαμπα είχιν κατιβεί. Πότι - πότι έσταζιν κανιένα λουκάνκου που κριέμουνταν στου τζιάκ(ι), μπουμπούτζιν η φουτχιά κι φιγκουλουγούσιν η νουντάς απ’ τ’ν μπουμπουρούτα...(*). Ζύουνιν η χαραή.

Τρανή αρχόντσα η μανιά η μπάμπου. Είχιν όλα τα καλά. Πουλύ βγιό, πουλύ τα'ιφάν. Πιδγιά, κουρίτσια, νύφις, αγγόνια, παραγγόνια... όλ(η) τ’ μιέρα έβαζιν του σπίτ(ι). Καλά μα τώρα όλνοι κοιμούνταν. Η μανιά διέν ήθιλιν κανιέναν σμά τ’ς αυτήν τ’ν αβραδιά. Ήθιλιν να φκιάσ(ει) τ’ αντέτχια μαναχιά τς. Κάθι χρόνουν αυτή άναβιν του κού­τσουρου στου τζιάκ(ι) κι του φύλαγιν ώσπου να καεί ντιπ κι ντιπ. Αυτή μοίραζιν τα κόλιντα στα μαστουρόπλα κι στ’ αγγόνια τ’ς κ’ ύστιρα, άμα βαρούσιν η σήμαντρους, νιμέν(η) κι αλλαγμέν(η), πάϊνιν στ’ν ικκλησιά. Όλα τα γράμματα τα ήξιριν απ' όξου. Μιταλάβνισκιν, έπιρνιν αντίδιρου κι γυρνούσιν στου σπίτ(ι). Τ’ φλούσαν όλνοι του χιέρ(ι), ίπινιν ψίχα κρασί, κατά πως ήταν τ’ αντέτ(ι), ίπινιν τουν κάιβέ τ’ς, προυέβουνταν κι ύστρα πάϊνιν στου γιατάκι τ’ς κι... τουν έπιρνιν...

(…) Τα κόλιντα μιταλάβνισκιν η μανιά κι τα Χριστούγιννα όλ(η) η φαμπλιά. Ίσια μι τ’ν ώρα είχαν μπιτίσ(ει) όλα τα χουζμέτχια. Οι δούλις έλουσαν τα μούτσιανα κι τα έβαλαν να κοιμθούν. Του σπίτ(ι) μουσκουβουλούσιν απ’ τ’ν παστράδα. Όλνοι οι νουντάδις στρουμέν(οι) μι κιτσέδις. Οι γύρ(οι) κι τα σιντόνια στα τικλίζια κριτσνούσαν καλουπλυμένα κι λουλακιαζμένα. Στα τζιάκια παρδαλά τζιακλίκια, στα γκιλιβιά αραδγιασμένα τα ρόιδα κι τα κδώνια. Οι μσάντρις όλου ζουγραφχιές. Στουν καλό του νουντά κι στου τζιαμακιάν(ι), που ήταν στρουμένα μι πέφκ(η), στραφτουκουπούσαν τα μαγκάλια απού τόντσ(ι). Στου κάτ’ ανώι, που ήταν του τρανό του μαγειργειό, απάν’ στ’ς φιγούδις, έβραζαν οι τιντζιρέδις μι τ’ς σαρμάδις κι τα πιτνάργια για του ζμί. Οι μπακλαβάδις κι τα σαραϊλιά ρουφούσαν του σιρόπ(ι). Του μισίρκου μι του ρύζ(ι), τ’ς σταφίδις κι τα κάστανα, ρόδζιν στου φούρνου... Η μανιά, που ήταν μιταδουμέν(η), τα γιόβουνταν να δεί αν ήταν στουν κιριμέτ’ τα...
Ζύουνιν να φέξ(ει). Ξημέρουναν Χριστούγιννα. Η σήμαντρους βαρούσιν... τάγκα - τάγκα - τάγκα... να ξυπνήσουν οι Χριστχιανοί, για να πάν ταχύ - ταχύ στ’ ν ικκλησιά ν ακούσουν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...».

Όλνοι στου σπίτ(ι) τ'ς μανιάς τ’ς μπάμπους, αλλαγμέν(οι) μι τα λαμπρά τ’ς, καρτιρούσαν να τ’ς στείλ(ει) χαμπέρ(ι) η αφιέντ’ς για να κνήσουν... Οι μκρές οι νύφις είχαν βάλ(ει) τα χρυσά τα φουστάνια που δεύτιρα διέν είχιν η Βέργια... Η μνιά έβαλιν του γαλάζιου μι τα χρυ­σά τα άστρα. Η άλλ(η) έβαλιν του βαθύ του γαλάζιου μι τ’ ασμιένια τα ψάργια μ τα χρυσά τα κιφάλια. Η άλλ(η) έβαλιν του λαχανί μι τα χρυσά κι τ ασμιένια τα λουλούδγια. Τα μακρουλιέμπατα τ’ς ήταν χρυσουκιντημιένα α πού πάν’ ως κάτ’. Τα φακιόλια τ’ς όλου μαργαρτάρ(ι) σιχαντρίκ(ι). Έβαλαν καδένις, φλουργιά, μαργαρτάργια, αντισέδις, αλτσιδουπούλις, δαχλίδγια κι τσουράκια διαμαντένια... Στα πουδάργια τ’ς είχαν πουδήματα ως απάν’, άσπρα, μι δισίδγια που τ’ς τάφιραν οι πραματιφτάδις παραγγιλιά απ' του Βουκουρέστ(ι)...

Οι τρανιές οι νύφις τ’ς μπαμπούς, που τώρα ήταν κι αυτές μανιές μ’ αγγόνια, φουρούσαν τ' αντιργιά μι τ’ς χρυσές κι τ’ς ασμιένις τ’ς βίτσις. Τα σαρίκια τ’ς όλου φλουρί Βινέτκου. Οι τζιουμπέδις γουνιαζμέν(οι) όλου μήλου κι μάγλου. Οι άντρις μι τ’ αντιργιά τ’ς, μι τ’ς τζιουμπέδις τ’ς κι μι τα κόκκινα τα φέσια...

Άμα γιόμουσιν η κλησιά η αφιέντ’ς έστλιν τουν καντηλανάφτ(η) να φουνάξ(ει) τ’φαμπλιά τ’ς μανιάςτ’ς μπαμπούς... Μανιάααα...μανιά- αααα... άιντιστι... η αφιέντ’ς ισάς καρτιράει... για να βάλ(ει) βλουγητό. Κίντσαν για τ’ν ικκλησιά... Μπρουστά κι πίσου πάιναν δγυό δούλ(οι) μι τα φανάργια για να τ’ς φέγγουν. Πρώτα κίντσαν οι πιθιρές, ύστρα οι δούλις μι τα μούτσιανα, του κατόπ(ι) οι νύφις κι πίσου οι άντρις για να τ’ς φλάγουν απ’ τ’ς κλιέφτδις. Όλνοι στ’ν ικκλησιά τ’ς έφκιασαν τόπουν για να πιράσουν. Οι πιθιρές έκατσαν η κάθιμνιά στου θκό τ’ς του στασίδ(ι). Οι νύφις σμά τ’ς ουλόρθις, καμαρουτές - καμαρουτές, μι τα χιέργια τ’ς σταυρουμένα απάν’ στ’ς πουδγιές τ’ς κι τα μάτχια τ’ς κάτ’. Οι άντρις κι τα μούτσιανα κουντά στου ψαλτήρ(ι). Τα τρανήτιρα τα πδόπλα πήραν τα ξιφτέργια...κ’ η αφιέντ’ς... χίρσιν...

Μέσα οι ψαλτάδις έψιλναν το... «Χριστός γεννάται, δοξάσατε»... κι όξου η Θος τλούπις - τλούπις έρχνιν του χιόν(ι)... Ότ,(ι) χράζου- νταν... Χριστούγιννα μι χουρίς χιόν(ι) γιένιτι απ’ διέ γιένιτι;

Άμα μιτάλαβιν όλους η κόσμους κι πήριν αντίδιρου, τ’ς ιφκίθκιν η αφιέντ’ς «σ’ έτη πουλλά» κι χίρσαν ένας - ένας να βγαίνουν απ’ τ’ν ικκλησιά, να παίρνουν τα σουκάκια κι απού κάτ’ απ' τα σιαχνισιά κι τ’ς αστριχές να πάίαίνουν στα σπίτχια τ’ς.

Όλ(η) η φαμπλιά τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους, είχιν μαζουχτεί στ’ ανώι. Τα μούτσιανα πήραν απού μνιά ματσούκα, χίρσαν να βαρούν τ’ν πόρ­τα τ’ς μανιάς κι να τραγδούν όλνοι μαζί, μκροί τρανοί...

Χριστούγιννα προυτούγιννα, τώρα Χριστός γιννιέτι.

Γιννιέτι κι βαφτίζιτι, στους ουρανούς επάνω.

Κόοοοολιντα μπάμπου...

Μέεεεεεελιντα μπάμπου, Χριστός γιννιέεεεεετι μπάμπου...

Άνξιν η μανιά του νουντά τ’ς, ένας - ένας σιέβιναν μέσα. Τ’ς φλούσιν η μανιά κι τ’ς δώρζιν. Τ’ς τρανιές τ’ς νύφις απού ένα πιντόλιρου... Τ’ς μκρές απού ένα τισσιράρ(ι). Τ’ς άντρις κι τ’ς δούλ(οι), απού μνιά λίρα. Τα πδόπλα απού ένα δίγρουσου κι τα κουρτσούδγια κι τ'ς δού- λις απού ένα μαμουντιέ, για να του βάλουν στ’ν μπουρλιά...

Όσου να βγάλουν οι μκρές οι νύφις τα χρυσά τα φουστάνια τ’ς κι να βάλουν τ’ς στόφις, οι αλνοί σιέφκαν στουν τρανό του νουντά για να φκιάσουν τ’ αντέτια, για να πχιούν του ζμί κι να προύιφτούν. Η μανιά άλλαξιν κι αυτή. Έβαλιν του κισμιριένιου του πκάμψου τ’ς, του χρυσό του αντιρί τ’ς, του σαρίκ(ι) μι τουν τιπέ όλου ψαρότσιφλου Κουσταντινάτου κι έκατσιν σταυρουπόδ(ι) απάν' στου τικλίζ(ι), στουν καλό του νουντά κι καρτιρούσιν τ’ς βίζιτις... Οι μικρότιρ(οι) πάϊναν στ’ς τρανίτιρ(οι). Σ' όλου του σόι η μανιά η μπάμπου ήταν τρανίτιρ(η). Πρώτους πήγιν η αφιέντ’ς για του «σ’ έτη πουλλά». Κ' ύστρα... κι αν διέν πήγαν...ζμπιθιροί.,.παραζμπιθιροί... τα σόϊα απ’ τ’ς νύφις... τα σόια απ’ τ’ς γαμπροί... Τούχαν τιμή να πάν’ στ’ μανιά να τ’ φλήσουν του χιέρ(ι) κι να θαμάξουν του χρυσό του αντιρί που σώθκιν απ' τα χρόνια τ’ς βασίλτσας τ’ς Βιργίνας... Έτσ(ι) τ’ άξιν η μανιά απ' τ’ν παραμανιά τ’ς, έτσ(ι) μας τάφκιν, έτσ(ι) δα τ’ αφήκουμι κι μείς...

Οι δούλις στου μαγειργειό ιτοίμαζαν τ’ς δίσκ(οι). Οι μκρές οι νύφις κιρνούσαν τ’ς γνιαίκις στουν καλό του νουντά χ' οι τρανιές τ’ς άντρις στου τζιαμακιάν(ι)...

Η πρώτους η δίσκους είχιν λουκούμ(ι) τ’ς Σύρας, ρακί μιλτσάτ(η) κι καϊβέν. Η δεύτιρους η δίσκους, μι τ’ ασμιένα τα χλιάργια απάν’ στα πουτήργια μι του νιρό, είχιν τουν πιλτέ. Η τρίτους η δίσκους είχιν τουν μπακλαβά...

Όλου τιμή κι χαρές στου σπίτ(ι) τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους. Όλα τάπραξιν μι γνώσ(η)... Καλά μα...τόσου ήταν... Γιατί κατά πως λιέει κι του τραγούδ(ι):

Στα χίλια ουχτακόσια κι στα ιξήντα δγυό,

Αυγούστου δικα πέντι μέρα Παρασκιβή,

κάηκιν η Βέργια όλη κι όλου του τσιαρσί...

Τότις κάηκιν κι όλου του βγιό τ’ς μανιάς τ’ς μπαμπούς... Σπίτχια, μαγαζγιά, χάνια, τ’ αργαστήργια που έφκιαναν τα χαβλιά κι τα έστιλναν στ’ν Κουσταντινούπουλ(η) κι στου Βουκουρέστ(ι)... Κάηκαν τα φλουργιά... κάηκαν τα μαργαρτάργια... κάηκαν τ' αμανέτχια... Κάη­καν τα χρυσά τα φουστάνια... Κάηκιν κι του χρυσό του αντιρί, τ’ς Βιργίνας... Διέν τ’ς απόμνιν τίπουτας... Κόσμους κι ντουνιάς απόμνιν ντιπ στου ξιάστιρου....

Κι ήρθαν πάλι τα Χριστουγιννα... κι η Θος έρχνιν τλούπις - τλού- πις του χιόν(ι)... κι γιόμουσιν η κλησιά απού κόσμουν... Καλά μα τώρα... μούνγκι οι καντήλις στραφτουκουπούσαν... Οι δόλις οι γνιαίκις ήταν σα χήρις. Ούτι ένα φλουρί, ούτι ένα σπυρί μαργαρτάρ(ι), ούτι ένα διαμαντικά... Κι όταν η αφιέντ’ς τ’ς είπιν να γουνατίσουν όλνοι μαζί κι να παρακαλέσουν τουν Θο που γιννιούνταν να φέρ(ει) πάλι τ’ς καλές τ’ς μιέρις... τότις γίνκιν του θάμα... Η τρανή η καντή­λα μι τα δώδικα τα καντηλούδγια απού τριούρ(ι), που κρέμουνταν απ' τουν ουφαλό τ Παντουκράτουρα, ζύουνιν να σβήσ(ει) κι απέταξιν κάτ(ι) σκαλίθρις που κατά λαχτάρσαν όλνοι... κι σταυρουκουπήθκαν... Είδιτι; τ’ς είπιν η αφιέντ’ς. Ιά του θάμα... Η Θος μας άκσιν...

Άρξαν...καλά μα ήρθαν πάλι οι καλές οι μέρις. Ξαναέφκιασαν η κόσμους του βγιό τ’ς... κι ξαναπήγαν στ’ν ικκλησιά τα Χριστουγιννα οι Βιργιώτσις λαμπρουφουριμένις... μι τα φλουργιά τ’ς κι τα μαργαρτάρια τ’ς, μι τ’ς αντισέδις κι τα δγιαμαντικά τ’ς... για ν’ ακούσουν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...». Τάφκιασαν όλα απ’ τ’ν αρχή... Μούνγκι τα χρυσά τα φουστάνια κι του χρυσό του αντιρί τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους διέν μπόρισαν να τα ξαναφκιάσουν. Αυτά πάν’... χάθκαν... όσνοι τα είδαν, τα είδαν. Οι αλνοί τα γνώρσαν απού στόμα σι στόμα... Απ’ τι μένα κι απ’ τι σένα...
Η μανιά η μπάμπου έζησιν ικατόν δεκαπέντι χρόνια... Ήταν Χρι- στούγιννα... Πρόφτασιν, μιτάλαβιν τα κόλιντα... κι σχουρέθκιν τ’ν άλλ(η) τ’ μιέρα, ταχύ - ταχύ, τ’ν ώρα που η αφιέντ’ς έψιλνιν... το«Χρι­στός γεννάται, δοξάσατε...».

Θε σχουρέσ’ την...

Βούλα Χατζίκου

Απόσπασμα από την βεροιώτικη ιστορία της Βούλας Χατζίκου "Χριστός γενάται δοξάσατε", Βεροιώτικες Ιστορίες και Παραμύθια, Αθήνα, 2002, 19-23

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου