Σε ποιον θα πέσει το φλουρί;

 

Ο φτωχός λαός μας σαν βασικό είδος δίατροφής είχε την πίτα. Δεν κοστίζει πολύ κι ανάλογα με την επιδεξιότητα της νοικοκυράς γίνεται μια πολύ νόστιμη λιχουδιά κι’ αρέζει σ’ όλους μικρούς και μεγάλους.

Από ποικιλίες και παραλλαγές ένα σωρό. Λαχαινόπιτες, τυρό­πιτες, κρεαιτόπιτιες, ρυζοπντες, ταχινόππιες και λογής –λογής ψημένες στο φούρνο ή στη γάστρα πίτες μοσχοβολητές και λαχταριστές. Και το σπουδαιότερο ψωμί — φαΐ ένα.

Ειδικά στην πατρίδα μου τη Βέροια αν κάθε Σαββατόβραδο το σπίτι δεν είχε πίτα δεν ξημέρωνε Κυριακή... Χαρακτιριστικό εί­ναι ο μύθος που μολογούν για έναν παλιό Βεροιώτη που ανήμε­ρα το πρωί της Κυριακής πέρασε μπροστά απ' την εκκλησία της Αγιανάργυρης με τα ρούχα της δουλειάς το τσαπί και τον τρουβά στον ώμο για να κατηφορίσει στους μπαχτσέδες. Εκεί τον αντάμωσε ένας φίλος του και τον μάλωσε:

- Αρέ Γόλη δεν αντρέπισι, σήμερα Κυργιακή πααίνν’ς στη δλεια;

- Τί λες; Απού πού ως που Κυργακή. Αφού ιψές η γναίκα μ' δεν μ' έκαμιν πίτα.

Έτσι λοιπόν οι Βεροιωτάδες εξόν απ' την προτίμηση που είχαν στοα φασούλια (και δικαιολογημένα πήραν το παρατσούκλι Βιργιουτάδις - φασουλονταβάδις) ήταν και πιτοφαγάδες.

Μια πίτα όπως ξεχώριζε ολό­κληρο το χρόνο. Ήταν η πρώ­τη και καλύτερη και δεν έλειπε από κανένα σπίτι μήτε του φτω­χού μήτε του πλούσιου. Ήταν η πίτα της Πρωτοχρονιάς με όλα τα ντόπια έθιμά της. Βέβαια βασιλόπιτες κάνει όλος ο χαμός αλλά εμείς θα μιλήσου­με για την Βεροιώτικη που είχε δική της χάρη.

Από νωρίς την Πρωτοχρονιά οι Βεροώτισσες νοικοκυρές ετοιμάζονταν για να πλάσσουν την πίττα. Ανασκουμπωμένες καλά και τα μαλλιά του κεφαλιού μαζεμένα καλά με σφιχτό τσεμπέρι. Κοσκίνισμα του αλευριού με την ψι­λή τη σήτα, ζύμωμα, πλάσιμο. Κι ύστερα άνοιγμα απάνω, στο σουφρά τα φύλλα ένα- ένα και ψιλά άλειμα με λυωμένη λίγδα γουρουνίσια που μοσχοβολούσε, πρόχειρο δίπλωμα γιο να συμποτίσει η λίγδα καλά σ' όλο το ζυμάρι κι’ ύστερα τελικό άνοιγμα με τον πλάστη. Στο κάθε φύλλο πάλι λίγδα, και άπλωμα του καλοετοιμασμένου ζαϊρέ (γέμιση) πράσα τσιγαριστά και λιανισμένο με το τσεκουράκι στο κρεατοσάιδο διαλε­γμένο ψαχνό κρέας γουρουνίσιο και πασπάλισμα με λίγο τραιχανά για να γίνει η πίτα πιο αφράτη και πιο νόστιμη. Το δεύτερο το φύλλο απάνω στο πρώτο που είχε απλωθεί στο ταψί γέμιση και σε αυτό αλλά σ’ αυτό έπρεπε να βάλουν και το φλουρί που θα έβρισκε ο τυχε­ρός στο κόψιμο. Μαζί με τον παρά έβαζαν κάπου αλλού ένα κομματάκι κληματόβεργα για το αμπέλι, ένα άχυρο για το χωράφι, ένα ξύλινο τετραγωνάκι, για το σπίτι, κλπ. Μπαίνει και το απάνω φύλλο που αλείφεται κα­λά με λίγδα κι’ ύστερα τα επιδέξια χέργια πλέγουν γύρω-γύρω τον κόθαρο. Η πίττα στέλνεται στο φούρνο για ψήσιμο μαζί με τις ευχές της νοικοκυράς να καλοψηθεί να τραβήξει καλά και προ παντός να μην αρπάξει.

Η πίτα είναι έτοιμη και τα με­σάνυχτα που φεύγει ο παλιός ο χρόνος κι’ έρχεται ο καινούργιος όλη η φαμίλια αραδιασμένη γύρω - γύρω απ' το σουφρά άλλοι σε σκαμνιά κι’ άλλοι σταυροπόδι γιορτάζουν το κόψιμο και περιμέ­νουν με λαχτάρα ποιος θα ναι ο τυχερός. Η νοικοκυρά κάνει το σταυρό της και στριφογυρίζει το ταψί τρεις φορές ύστερα χτυπάει το μαχαίρι στην άκρη του ταψιού (για να ναι όλοι γεροί και σιδερένιοι) και κόβει την πίτα σταυρωτα κι’ ύστερα σε τρίγωνα κομμάτια. Ύστερα το κάθε κομμάτι το νομάτιζε. Αυτό για τον Αη - Βασίλη, για το σπίτι, για το αμπέλι, για το χωράφι, για το βιο, για τον νοικοκύρη, για την νοικοκυρά, για το πρώτο παιδί, το δεύτερο, το τρίτο κ.ο.κ.

Αρχίζει τώρα με αγωνία το άνοιγμα του κομματιού και το ψάξιμο του φλουριού για να βρεθεί ο τυχερός. "Νάτο! Νάτο!" φώ­ναζε απ' τη χαρά του ο μικρότε­ρος ο Βενιαμίν της οικογένειας (συχωρεμένη η αμαρτία μου αυτό δεν μπόρεσα ποτές να το καταλάβω πώς τα κατάφερνε η μάννα μου κι’ όλο η δραχμή έπεφτε στον μικρότερο αδερφό μου το Στεφάνή...) Όλοι χαιρόμασταν και περισσότερο ο τυχερός που θα καμάρωνε αύριο στον Άγιο-Βασίλη για να ανάψει κερί τη δραχμή που βρήκε.

Ο πατέρας σηκωνόταν όρθιος, πήγαινε πίσω - πίσω στην πόρτα έκανε το σταυρό του κι’ έλεγε μιαν ευχή απλή αλλά γιομάτη σοφία «Καλή μέρα, καλή χρονιά, γεννήματα και βιο, αμπέλια και κρασί, παράδες, μπιρικέτια, κουρίτσια και παιδιά, νύφες, γαμπροί κι’ αγγόνια».

Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν και πιστεύουν στην τύχη. Η δύ­ναμή της είναι τόσο μεγάλη που τ’ αλλάζει όλα. Το καλύτερο σύμβολο της τύχης είναι η πίτα της Πρωτοχρονιάς.

Και τώρα κόβουν πίτες πλούσιοι και φτωχοί δίκαιοι και αμαρ­τωλοί αλλά την πίτα όλων μας την κόβουν οι δαιφεντευτές του κόσμου αυτοί ξέρουν από πριν σε ποιό κομμάτι της γης θα πέσει το φλουρί...

 

Στέλιος Σβαρνόπουλος

"Σε ποιον θα πέσει το φλουρί", Βέροια, 30-12-1983, 1-2.

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου