Αρχαιολογία και Εκπαίδευση - Απόψεις με αφορμή ορισμένα Παλαιολόγεια παραδείγματα από τη Βέροια

Η πόλη της Βέροιας είναι μια άριστη περίπτωση για να καταδείξουμε την αναγκαιότητα της γόνιμης σύνδεσης παρελθόντος και παρόντος. Το υπέδαφος του κατοικημένου ιστορικού κέντρου βρίθει αρχαιοτήτων, οι 48 σωζόμενες εκκλησίες δείχνουν αγωνιώντας τα χνάρια του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολεοδομικού ιστού, οι δύο διατηρητέες γειτονιές της Κυριώτισσας και της Μπαρμπούτας, στενάζουν συνθλιβόμενες γύρω από τις σύγχρονες αρχιτεκτονικές μορφές. Τα παραπάνω δείχνουν ατυχώς την αντιπαλότητα του παλιού με το καινούργιο και την έλλειψη ευαισθησίας του σύγχρονου ανθρώπου προς το παρελθόν του. Αποδεικνύουν συνεπώς την απουσία διαλεκτικής σχέσης αρχαιολογίας και σύγχρονης κοινωνίας.

Η επιλογή της τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων στην Βέροια, ως κύριου μέρους της παρούσας εισήγησης, έγινε διότι η φάση αυτή έχει να επιδείξει πολυμορφία, δραματικές αλλαγές στην ιστορική εξέλιξη, αποφασιστικής σημασίας συμμετοχή του ανθρώπου στον ρου της ιστορίας και άφθαστη καλλιτεχνική γοητεία ως αποτέλεσμα των παραπάνω παραμέτρων. 

Ειδικά στον τομέα της αγιογραφίας θεωρείται ο "χρυσός αιώνας". Σ’ αυτή την εποχή η Βέροια εκπροσωπείται από μνημεία παγκοσμίου ακτινοβολίας. Όλα τα παραπάνω μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως παράγοντες εφελκυσμού του κοινού προς το αντικείμενό της επιστήμης μας.

Η παλαιολόγεια τέχνη ανθίζει την εποχή κατά την οποία τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης κατέχει η τελευταία Βυζαντινή δυναστεία, η οικογένεια των Παλαιολόγων, η οποία έμελλε να κρατήσει την εξουσία επί 192 χρόνια (1261-1453), δηλ. περισσότερο από κάθε άλλη προκάτοχό της. Ο γενάρχης της, ο Μιχαήλ Η’, κατάφερε να ανορθώσει ένα κράτος τραυματισμένο και κατακερματισμένο από τη λατινική Άλωση του 1204. Η παλαιά λαμπρότητα είχε χαθεί, οι απειλές από τα δυτικά και από τα ανατολικά είναι μόνιμη κατάσταση και οι λατινικές "νησίδες" στον ελλαδικό κορμό διασπούν την εδαφική συνοχή του βυζαντινού κράτους. Ωστόσο ο Μιχαήλ Η’ μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης προσπάθησε να ενοποιήσει τον διαμελισμένο ελληνισμό, να αναβιώσει και να αναγεννήσει τη μεγάλη αυτοκρατορία.

Όμως αυτή την εποχή πολλά έχουν αλλάξει στην στάση των ανθρώπων απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Η γενική κατάπτωση, ο διαμελισμός και η λατινοκρατία δημιούργησαν στους βυζαντινούς πολίτες αμφισβητήσεις ως προς τις αυθεντίες. Τέσσερεις αιματηρές δυναστικές έριδες συγκλονίζουν την αυτοκρατορία μέσα στον 14ο αιώνα. Γιοί, εγγονοί και φίλοι των αυτοκρατόρων σφετερίζονται τον θρόνο, προσεταιριζόμενοι τις διάφορες κοινωνικές τάξεις. Ο οικονομικός ρόλος της υπαίθρου εκμηδενίζεται, οι μεγαλογαιοκτήμονες αναδεικνύονται σε τοπάρχες με πρόσθετα προνόμια, το δημόσιο ταμείο φτωχαίνει, η κοινωνική ανισότητα λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, οι κάτοικοι των πόλεων εξαθλιώνονται και εξεγείρονται με τρανότερο παράδειγμα τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι για 7 χρόνια (1342 - 1349) είχαν εγκαθιδρύσει ένα πολίτευμα επαναστατικό και αντι-αριστοκρατικό.

Οι παραπάνω συνθήκες δημιουργούν κατάλληλο έδαφος για να αποτελέσει η εκκλησία το καταφύγιο και να αυξήσει την ευσέβεια των πιστών. Το γόητρο των βασιλέων κλυδωνίζεται, το αλλοτινό θεϊκό μεγαλείο τους χάνεται οριστικά, η κοσμική εξουσία καταφεύγει συχνά στη βοήθεια της εκκλησίας. Ιδιαίτερα αυξάνεται η επιρροή του μοναχισμού ο οποίος διανύει τον χρυσό αιώνα του. Οι δωρεές στα μοναστήρια πληθαίνουν και τώρα περισσότερο από ποτέ οι αυτοκράτορες και μέλη των οικογενιεών τους φορούν το μοναχικό σχήμα. Η στροφή προς τον μυστικισμό είναι συχνά η μόνη λύση για τους δύσκολους καιρούς. Η αμφισβήτηση προς την εξουσία γεννάει την εμπιστοσύνη προς το άτομο. Ο άνθρωπος γίνεται παράγοντας των ιστορικών εξελίξεων. Γι’ αυτό τώρα έχουμε σημαντική αύξηση των προσωπογραφιών των κτητόρων στις εκκλησίες. Η φιλοσοφία αναδιφεί παλαιότερα παγανιστικά, νεοπλατωνικά ρεύματα και γίνεται ουμανιστική, συμβαδίζοντας με τις αναγεννησιακές τάσεις της δύσης. Ο βυζαντινός ανθρωπισμός αναπτύσσεται ιδιαίτερα την εποχή του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος δημιούργησε κύκλο λογίων και φιλοσόφων στην αυλή του με πλατιά κλασική παιδεία και μελέτη των ελλήνων συγγραφέων. Αυτή η πνευματική εγρήγορση και καλλιτεχνική κίνηση χαρακτηρίζεται με τον όρο "Παλαιολόγεια Αναγέννηση".

Μεγάλο ρόλο διαδραματίζουν οι αριστοκρατικές οικογένειες που στηρίζονται στην ιδιοκτησία της γης: ανάμεσά τους και η οικογένεια των Συναδηνών με κτήματα στην Ανατολική Θράκη. Με αυτήν πιθανούς να συνδέεται η ευγενής νεκρή Μαρία Συναδηνή που απεικονίζεται στην δυτική όψη του Ναού της Αναστάσεως του Χριστού (1326). Οι προσωπογραφίες των ευγενών συνδέονται με την πρακτική της ταφής τους μέσα ή γύρω από ναούς. Στον Χριστό έχουμε άλλα τέσσερα πορτραίτα νεκρών ευγενών στο νότιο εξωτερικό τοίχο (1355) που μας παραπέμπουν σε αντίστοιχα παραδείγματα στον Ταξιάρχη Μητροπόλεως Καστοριάς και στη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη.

Οι οικογένειες αυτές με βαθύτατη επίγνωση της δύναμής τους θα αποτελέσουν τους χορηγούς των κατά τόπους ναών, πράξη διπλής σκοπιμότητας: εκφράζουν την ευσέβειά τους στο θεϊκό στοιχείο και διατρανώνουν την δύναμή τους στην τοπική κοινωνία και στην εκκλησία.

Στην περίοδο αυτή η Βέροια συνιστά μια πόλη - κάστρο της Μακεδονίας με αυξημένη στρατηγική σημασία, οχύρωση και στρατιωτική δύναμη. Όπως την χαρακτηρίζει ο Καντακουζηνός είναι πόλη μεγάλη και επίσημη. Εσωτερικά έχει ισχυρή παρουσία στρατού και δυνατών, οι οποίοι ήταν μέλη της αριστοκρατίας και κυβερνούσαν την πόλη. Οι πηγές μας πληροφορούν ότι η Βέροια είχε "και στρατιώτας και ουκ ολίγους των συγκλητικών". Οικονομικά, όπως όλο το δίκτυο των πόλεων - κάστρων, στηρίζεται αποκλειστικά στην ύπαιθρο. Επομένως τα στοιχεία αστικοποίησής της βρίσκονται σε μια πρωτόγονη μορφή. Η γεωγραφική γειτνίασή της με την Θεσσαλονίκη αποτέλεσε βασικό παράγοντα στην εξέλιξή της. Ειδικά στον τομέα της αρχιτεκτονικής και μνημειακής ζωγραφικής τα δεδομένα δείχνουν ότι παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Συμβασιλεύουσα. Εξάλλου το καλλιτεχνικό παρελθόν της Βέροιας και στην Μεσοβυζαντινή περίοδο δείχνει ότι η πόλη συμβαδίζει με τα μεγάλα βυζαντινά κέντρα άσκησης των τεχνών.

Δέκα πέντε ναοί της Βέροιας που χρονολογούνται στην Παλαιολόγεια φάση σώζονται σήμερα. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν διαχρονική χρήση και μεταγενέστερες φάσεις επί Τουρκοκρατίας. Είναι συγκεντρωμένοι στο ανατολικό τμήμα της πόλης με επιφανέστερους το ναό του Χριστού, τον Άγιο Βλάσιο και τους Αγίους Κήρυκο και Ιουλίττα, μνημεία σήμερα επισκέψιμα, κατάγραφα και γνωστά από τις πηγές.

christos iero

Το αρχιτεκτονικό σχήμα που υιοθετούν είναι αυτό της απλής μονόχωρης εκκλησίας. Οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της τοπικής αριστοκρατίας δεν επιτρέπουν τη μίμηση σύνθετων τύπων και μεγάλων μεγεθών που απαντούμε στην Κωνσταντινούπολη και την Θεσσαλονίκη. Έτσι ο περικαλλής ναός της Αναστάσεως του Χριστού που θεμελιώνεται περί το 1300 και αποπερατώνεται περί το 1315 είναι μονόχωρος, δομημένος με λίθους και ζώνες πλίνθων. Ωστόσο η φροντισμένη ανατολική όψη προδίδει την εποχή της: η παλαιολόγεια αρχιτεκτονική στη Μακεδονία χαρακτηρίζεται για την ποικιλότητα των επιφανειών το παιχνίδισμα των φυσικών χρωμάτων που παρέχουν τα οικοδομικά υλικά και τα κεραμοπλαστικά: τεθλασμένες γραμμές, τρίχρωμα αβάκια, σταυροί, δένδρα, χιαστί μοτίβα κοσμούν την επιφάνεια. Σε σύγκριση με τους Αγίους Αποστόλους και την Αγία Αικατερίνη στη Θεσσαλονίκη, η εφαρμογή εδώ είναι πολύ ταπεινότερη, διαφορά που ανταποκρίνεται στα μεγέθη των πόλεων.
agios kirikos

Πλησιέστερος προς τα μεγέθη και τους διακοσμητικούς τύπους της Θεσσαλονίκης και των μεγάλων μνημείων της επικράτειας είναι ο ναός των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττας, του μοναδικού σταυροειδούς με τρούλο ναού της Βέροιας. Η αναγραφή του ονόματος του κτήτορα, του επισκόπου Μακαρίου, με κεραμοπλστικά γράμματα στην ανατολική όψη του ναού αποτελεί θέμα προσφιλές στην παλαιολόγεια εποχή. Ωστόσο η σημερινή κατάσταση του ναού φανερώνει τις μετασκευές οφειλόμενες στην αδιάκοπη χρήση του επί τουρκοκρατίας (φάσεις 1582,17ου αιώνα). Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του ναού είναι το μαρμάρινο τέμπλο της αρχικής φάσης του, σπάνιο και χρονολογικά περίπου αντίστοιχο προς εκείνο του Αγίου Νικολάου Ορφανού της Θεσσαλονίκης.

Από εικονογραφικής απόψεως το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στις τοιχογραφίες του ναού του Χριστού που υπογράφονται από τον Θεσσαλονικέα αγιογράφο Γεώργιο Καλλιέργη. Οι πληροφορίες που μας δίνει η κτητορική επιγραφή ανασυστήνουν την ιστορία του ναού: άνθρωποι της τοπικής αριστοκρατίας τον κτίζουν και τον αφιερώνουν στην Ανάσταση του Χριστού - προορίζοντάς τον ίσως για κοιμητηριακό αρχικά -, ο ιστοριογράφος Γεώργιος Καλλιέργης αυτοχαρακτηρίζεται με ανεπανάληπτη έπαρση ως "άριστος ζωγράφος", ο πατριάρχης - πιθανούς ο Βεροιεύς Νήφων - εγκαινιάζει τον ναό το 1315, σε μια εποχή κατά την οποία τον θρόνο κατέχει ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος. Δεύτερη επιγραφή, αφιερωματική, δίπλα στον γονυπετή μοναχό Ιγνάτιο Καλόθετο μας πληροφορεί ότι ο ναός γίνεται στην συνέχεια σταυροπηγιακή μονή, υπαγόμενη απευθείας στη Μονή Μεγίστης Λαύρας.

Ο Καλλιέργης είναι γνήσιος εκφραστής των καλλιτεχνικών ροπών της εποχής του, η οποία, ενώ έμελλε να είναι το λυκόφως της αυτοκρατορίας, στον τομέα της αγιογραφίας οδηγείται σε μια ακμή χωρίς προηγούμενο. Στα δύο βασικά ρεύματα, το ακαδημαϊκό και το ρεαλιστικό, κυριαρχούν το ανθρώπινο στοιχείο, οι προσωπογραφικές διαφοροποιήσεις, η πλαστικότητα των σωμάτων, η ένταση, οι αγωνιώδεις αναζητήσεις, οι τολμηρές κινήσεις, τα συμπλέγματα, και οι πολυπληθείς παραστάσεις. Το έργο του Καλλιέργη δεν προσγράφεται καθαρά σε κανένα από τα δύο ρεύματα: ο ακαδημαϊσμός και ο συντηρητισμός χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις του, η συμμετρία, η λεπτότητα και η ευγένεια. Αλλά γίνεται δραματικός στην απόδοση των προσώπων, ώστε επάξια να του δίνεται ο τίτλος του ψυχογράφου. Αποτυπώνει το πάθος χωρίς να φτάνει σε υπερβολές.

toichografia

Το πυκνό εικονογραφικό πρόγραμμα στο ναό του Χριστού ακολουθεί τους καθιερωμένους στην εποχή των παλαιολόγων τύπους, διαιρεμένο σε τρείς ζώνες. Το Δωδεκάορτο εμπλουτίζεται με τις δραματικές σκηνές των Παθών, με αποκορύφωμα τις δύο αντικρυστές παραστάσεις της Εις Άδου Καθόδου και της Σταύρωσης. Οι ψυχογραφικές αρετές αποτυπώνονται στις διαφορετικές ηλικίες των μορφών, ενώ χαρακτηριστική είναι η περίοπτη θέση που καταλαμβάνει ο άγιος Δημήτριος, ως ένδειξη της καταγωγής του αγιογράφου.

agios blasios

Στον ίδιο αγιογράφο αποδίδεται και ο διάκοσμος της πρώτης φάσης του μονόχωρου ναού του Αγίου Βλασίου, σύμφωνα με τη συγκριτική μελέτη των θεμάτων, της τεχνοτροπίας και της απόδοσης. Εντάσσεται επίσης στις αρχές του 14ου αιώνα. Εντυπωσιακές είναι οι χαριέστατες μορφές των αγγέλων του ιερού βήματος.

Έχει κατά καιρούς αναπτυχθεί η προβληματική κατά πόσο το έργο του Καλλιέργη απαντά σε μνημεία άλλων πόλεων. Ανιχνεύοντας το πεδίο δράσης του έχει αποκλειστεί η Βασιλεύουσα, αλλά για την Θεσσαλονίκη είχε προταθεί στο παρελθόν η απόδοση σ’ αυτόν των τοιχογραφιών του Αγίου Νικολάου Ορφανού (1310-1320), λόγω των σχέσεων σε τυπικά και ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, στις γενικές τάσεις, σε ιδιαίτερα θέματα και μοτίβα. Ωστόσο η νεότερη έρευνα αντικρούει την άποψη αυτή λόγω διαφορών στην τυπολογία και σε λεπτομέρειες. Πιθανή, βέβαια, θεωρείται η ενεργή ή συμβουλευτική συμμετοχή του μεγάλου αυτού μαΐστορος σε μέρος του διακόσμου του Ορφανού.

Άγνωστος παραμένει ο αγιογράφος του ναού των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττας. Τα ελάχιστα ορατά δείγματα της αρχικής φάσης δείχνουν ότι ο ναός τοιχογραφήθηκε στο 14ο και 15ο αιώνα από πολύ καλό χέρι της εποχής.

 

Παϊσίδου Π. Μελίνα, "Αρχαιολογία και Εκπαίδευση - Απόψεις με αφορμή ορισμένα Παλαιολόγεια παραδείγματα από τη Βέροια", Βέροια Βυζαντινή πόλη, Βέροια, 1997,66-71.

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου