Τα ελληνικά αρχοντικά στη Βέροια

Το 18ο αιώνα, όταν το εμπόριο στη Βέροια βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, η τάξη των Ελλήνων εμπόρων, η οποία ήταν σε άνοδο ήδη από τα προηγούμενα χρόνια, ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο. Οι Έλληνες έμποροι της Βέροιας ταξίδευαν σε τόπους μακρινούς, για να πουλήσουν τα προϊόντα που παράγονταν στην πόλη τους.

Οι άνθρωποι αυτοί κατοικούσαν σε πλούσια αρχοντικά, που κτίστηκαν δίπλα στις φτωχές κατοικίες και τα «νοικοκυρόσπιτα». Ορισμένα από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα και αποτελούν μαρτυρίες της ζωής και της ακμής που γνώρισαν οι ιδιοκτήτες τους σε άλλες εποχές.

Τα αρχοντικά της Βέροιας κτίστηκαν από τις συντεχνίες των μαστόρων, που, με τους πρωτομάστο­ρες και τα ισνάφια τους, ξεκινούσαν από τη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο για να έρθουν στην πόλη και να μεταφέρουν όλη την τέχνη και την εμπειρία που είχαν αποκτήσει με τα χρόνια. Η πέτρα, το ξύλο και τα κεραμίδια ήταν τα κυριότερα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στο κτίσιμο των αρχοντικών.

Αφού έσκαβαν τα θεμέλια του σπιτιού, είχαν τη συνήθεια είτε να σφάζουν έναν κόκορα πάνω στα αγκωνάρια του θεμέλιου, «για να στεριώσει το σπίτι», είτε να ρίχνουν χάλκινα και ασημένια νομίσματα, «για να βροντήσουν τα καλορίζικα», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Τα έθιμα αυτά διατηρήθηκαν αναλλοίωτα στη Βέροια από τα πολύ παλιά χρόνια.

CLHCV SZV PH 040Τις περισσότερες φορές οι κατοικίες ήταν κτισμένες η μία δίπλα στην άλλη και οι προσόψεις τους σχημάτιζαν ενιαίο μέτωπο προς την πλευρά των δρόμων. Οι αρχιτέκτονες, παίρνοντας αφορμή από αυτό το χαρακτηριστικό τους, τις ονόμασαν κατοικίες “εν σειρά”. Ψηλοί τοίχοι με μεγάλο πάχος, που κατά διαστήματα ενισχύονταν από οριζόντιες ξυλοδεσιές, απομόνωναν τα σπίτια από το δρόμο και τους κοινόχρηστους χώρους. Οι εξώπορτες ήταν βαριές και συχνά δίφυλλες, ενώ τα ξύλα τους ήταν καρφωμένα με γυφτόκαρφα. Το χαρακτηριστικό αυτό, που συνέβαλε στην ενίσχυσή τους, τους έδινε συγχρόνως και ένα διακοσμητικό τόνο. Σύρτες, μάνδαλοι και αμπάρες ασφάλιζαν τις εξώπορτες, ενώ σε συνδυασμό με τον τρόπο κατασκευής τους, τις έκαναν απροσπέλαστες -σε στιγμές κινδύνου- από το δρόμο.

Στο εσωτερικό του ισογείου και αμέσως μετά την εξώθυρα, ανοιγόταν μια στεγασμένη αυλή. Οι στεγασμένες αυλές, σε άλλα αρχοντικά ήταν πλακόστρωτες και σε άλλα βοτσαλωτές. Στις βοτσαλοστρωμένες αυλές -που ήταν και οι πιο συχνές- αναπτύσσονταν γεωμετρικά και φυτικά σχέδια. Οι λαϊκοί τεχνίτες, χρησιμοποιώντας πότε δίχρωμα και πότε μονόχρωμα ποταμίσια χαλίκια και τοποθετώντας τα με τον κατάλληλο τρόπο, δημιουργούσαν μια μεγάλη ποικιλία διακοσμητικών σχεδίων.

Γύρω από τη στεγασμένη αυλή, η οποία ήταν γεμάτη από τα «ντιρέκια», τους στύλους από ξύλο βελανιδιάς που στήριζαν τον πρώτο όροφο του αρχοντικού, διατάσσονταν οι αποθήκες -για τη φύλαξη των ξύλων και των ζωοτροφών-, οι στάβλοι των ζώων, τα εργαστήρια και οι χώροι υγιεινής, ενώ αμέσως μετά βρισκόταν η ανοιχτή αυλή με τον κήπο και τα δέντρα.

Η «απάνξη», μια μικρή πορτούλα που ανοιγόταν στους ψηλούς μαντρότοιχους των γειτονικών σπιτιών, παρείχε τη δυνατότητα στα μέλη των οικογενειών όχι μόνο να επικοινωνούν αλλά και να ξεφεύγουν, όταν ο τουρκικός κίνδυνος τους απειλούσε.Μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε από το ισόγειο στον πρώτο όροφο, ενώ κοντά της ήταν κτισμένη η βρύση της αυλής με τη γούρνα για το πότισμα των ζώων.

CLHCV SZV PH 061Σε ορισμένα πλούσια αρχοντικά, ανάμεσα στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο, μεσολαβούσε ένα ενδιάμεσο πάτωμα, το «μετζοπάτωμα». Το «μετζοπάτωμα» -ένα είδος ημιώροφου-, ήταν ένας ανοιχτός ή κλειστός εξώστης που έβλεπε προς την πλευρά της αυλής.

Στον πρώτο όροφο, τα δωμάτια, οι «οντάδες», ήταν κτισμένα γύρω από το κεντρικό χαγιάτι -έναν σκεπαστό εξώστη με μεγάλο βάθος- ή τη σάλα Οι ένοικοι των σπιτιών άλλους οντάδες χρησιμοποιούσαν το χειμώνα και άλλους το καλοκαίρι, μια και, ανάλογα με την εποχή, είχαν τον κατάλληλο προσανατολισμό και εξοπλισμό.

Εξέχουσα θέση στο κτίσμα κατείχε ο «καλός οντάς», ενώ ο θερινός οντάς των αρχοντικών της Βέροιας ήταν ελαφρά υπερυψωμένος, σε σχέση με τους υπόλοιπους οντάδες και είχε παράθυρα που ανοίγονταν τόσο προς το χαγιάτι όσο και προς το δρόμο. Τα πολλά ανοίγματα που είχε το «τζαμακιάνι», ο θερινός «οντάς», εξασφάλιζαν αρκετή δροσιά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.

CLHCV SZV PH 064 CLHCV STANS PH 001

Από το χαγιάτι του πρώτου ορόφου, μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στον «ηλιακό».Ο «ηλιακός» ήταν ένας στεγασμένος χώρος, ανοιχτός από όλες τις πλευρές, που υψωνόταν επάνω από τη στέγη του αρχοντικού και είχε θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τη χρήση του «ηλιακού» είναι πολλές. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι στο χώρο αυτό γινόταν η επεξεργασία κάποιων βιοτεχνικών ειδών που παράγονταν στη Βέροια. Για παράδειγμα, άλλοι λένε ότι στον «ηλιακό» στέγνωναν το λινάρι και άλλοι ότι ύφαιναν τους «μακραμάδες», τις μεγάλες πετσέτες για τις οποίες η Βέροια ήταν ονομαστή.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των αρχοντικών ήταν οι έντονες προεξοχές της στέγης τους, οι «αστρέχες», όπως ονομάζονταν. Μερικές φορές οι «αστρέχες» ήταν τόσο μεγάλες, ώστε οι στέγες των αντικρινών σπιτιών σκέπαζαν εντελώς τα καλντερίμια και τα προφύλασσαν από τον ήλιο και τη βροχή.

Το μαγειρείο βρισκόταν στον πρώτο όροφο του σπιτιού και έβλεπε προς το χαγιάτι. Σε ορισμένα πλούσια αρχοντικά, όπως στο αρχοντικό του Σιορ-Μανωλάκη, το μαγειρείο βρισκόταν στο «μετζοπάτωμα». Από το μαγειρείο, λίγα σκαλιά οδηγούσαν στη «γρίτα», ένα είδος κελαριού, όπου εκεί φυλάγονταν τα τρόφιμα. Στη «γρίτα» βρισκόταν και η «άρκλα», το σεντούκι για τα ψωμιά.

 

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου